Ο Χρίστο Στόιτσκοφ γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1966 στο Πλόβντιβ της Βουλγαρίας.
Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας στην τοπική ομάδα της περιοχής.
Η ιδιαίτερη σχέση του με τη στρογγυλή θεά ξεκίνησε από πολύ νωρίς με τον μετέπειτα ποδοσφαιρικό αστέρα να αναλαμβάνει ρόλο ball boy για λογαριασμό της Πλόβντιβ.
Από το 1977 άρχισε να παίζει.
Το 1984 αρχίζει να παίζει για λογαριασμό της Xαρμαλι.
Ωστόσο, μόλις μέσα σε ένα χρόνο έκανε το μεγάλο βήμα, όταν και φόρεσε τη φανέλα της ΤΣΣΚΑ Σόφιας.
H μετακίνησή του αυτή παραλίγο να του κοστίσει ακριβά, μιας και στον τελικό του Κυπέλλου Βουλγαρίας το 1985 άφησε το χαρακτήρα, λίγο περισσότερο ελεύθερο από ότι έπρεπε, με αποτέλεσμα η εμπλοκή του σε έναν καβγά κατά τη διάρκεια του αγώνα να του κοστίσει έναν ολόκληρο χρόνο τιμωρίας.
Η επιστροφή του είναι κάτι παραπάνω από δυναμική.
Πετυχαίνει 30 γκολ σε 38 παιχνίδια και βγαίνει πρώτος σκόρερ όχι μόνο στο πρωτάθλημα της Βουλγαρίας αλλά και σε όλη την Ευρώπη.
Στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας θα τον λατρέψουν, όμως το καλοκαίρι του 1990 είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου.
Η Μπαρτσελόνα συνήθιζε να πληρώνει ακριβά για να παίρνει αυτό που ήθελε.
Τον Βούλγαρο επιθετικό των 104 συνολικά τερμάτων με την φανέλα της ΤΣΣΚΑ Σόφιας, είχαν αρχίσει να τον βλέπουν με πολύ καλό μάτι αρκετές ευρωπαϊκές ομάδες.
Η Μπάρτσα όμως έχει λάμψη, κόσμο, ένα τεράστιο γήπεδο που δελεάζει τον Στόιτσκοφ και κυρίως χρήματα, που αποτελούν το μεγαλύτερο δέλεαρ και για την ομάδα και για τον ίδιο.
Μπορεί να ξεπερνούσε αρκετές φορές τα εσκαμμένα, να ήταν φωνακλάς, να έκανε πράγματα που δεν άρμοζαν στην κουλτούρα του συλλόγου, όμως στην πραγματικότητα γι΄αυτό τον λάτρευαν οι οπαδοί της Μπαρτσελόνα.
Και κυρίως βέβαια γιατί τα έδινα όλα. Γιατί σκόραρε, γιατί πάσαρε και γιατί έδειχνε ότι γουστάρει την φανέλα που φοράει. Θα κάνει ένα καταπληκτικό δίδυμο με τον Ρομάριο και με το νούμερο 8 στην πλάτη θα οδηγήσει την Μπαρτσελόνα σε τίτλους.Στα πέντε χρόνια παρουσίας του, θα κατακτήσει πέντε πρωταθλήματα Ισπανίας.
Ο Γιόχαν Κρόιφ, προπονητής τότε της Μπάρτσα, κάνει λόγο για έναν από τους πιο ταλαντούχους παίκτες που έχει συνεργαστεί.
Το 1992, κατακτά με τους Καταλανούς το πρώτο Τσάμπιονς Λιγκ. Αντίπαλος η Σαμπντόρια και σκόρερ ο Ρόναλντ Κούμαν.
Ο Στόιτσκοφ έβαζε και αυτό το μετάλλιο στο στήθος και αισθανόταν ακόμη πιο «γεμάτος» στην ποδοσφαιρική του ζωή.
Το «Νόου Καμπ» είχε γίνει πια το δεύτερο σπίτι του, η ζωή στην Βαρκελώνη έμοιαζε καταπληκτική, ο τραπεζικός του λογαριασμός «φούσκωνε» και οι επενδύσεις στην Βουλγαρία, διαδεχόταν η μία την άλλη.
Στα πρώτα πέντε χρόνια του στην Μπαρτσελόνα, ο Χρίστο Στόιτσκοφ πήρε πρωταθλήματα, πήρε κύπελλα, πήρε και το Τσάμπιονς Λιγκ του 1992.
Στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 1994, η Μπαρτσελόνα πηγαίνει σαν το μεγάλο φαβορί. Έχει μία ομάδα αστέρων, που μοιάζει να βρίσκεται στην καλύτερη της κατάσταση. Αντίπαλος η Μίλαν.
Οι «ροσονέρι» έρχονται ως αουτσάιντερ όμως κερδίζουν με 4-0 την Μπαρτσελόνα, σκορπώντας στεναχώρια και απογοήτευση στην παρέα του Στόιτσκοφ.
«Ήταν από τις πιο κακιές βραδιές της ζωής μου» έλεγε χαρακτηριστικά μερικά χρόνια αργότερα.
Η ειρωνεία είναι πως το 1994 ο Βούλγαρος επιθετικός θα σαρώσει τα βραβεία.
Θα πάρει το «χρυσό» παπούτσι, ενώ θα του απονεμηθεί και ο τίτλος του καλύτερου ευρωπαίου ποδοσφαιριστή.
Εννοείται πως είναι και μέλος της All Star ομάδας, όπως ψηφίζεται από το κοινό, τους προπονητές και τους αρχηγούς των ομάδων.
Εκεί που όλα έδειχναν πως ο Χρίστο Στόιτσκοφ θα γεράσει στην Μπαρτσελόνα, τα δεδομένα άλλαξαν.
Η Πάρμα, έχοντας από πίσω την γνωστή εταιρία «Παρμαλάτ», μοιράζει εκατομμύρια και φυσικά φέρνει μεγάλους παίκτες στο «Ένιο Ταρντίνι».
Ο Χρίστο Στόιτσκοφ θέλει να δοκιμάσει την εμπειρία του «καμπιονάτο» και σαγηνεύεται από τα 15 εκατομμύρια δολλάρια, που δίνει η Πάρμα στην Μπαρτσελόνα για να τον αποκτήσει.
Στην Ιταλία τίποτα όμως δεν θα είναι ίδιο.
Η Πάρμα ψάχνεται, το ίδιο και ο Στόιτσκοφ.
Παίζει σε 23 παιχνίδια και πετυχαίνει μόνο πέντε γκολ.
Έτσι τελικώς, μόλις έναν χρόνο μετά την πολύκροτη μεταγραφή του, επιστρέφει στην Μπάρτσα.
Μαζί με τον Στόιτσκοφ, για την Μπαρτσελόνα επιστρέφουν και τα τρόπαια.
Το 1997 κατακτά κύπελλο κυπελλούχων, κερδίζοντας 1-0 την Παρί Σεν Ζερμέν, παίρνει το κύπελλο στο «Μπερναμπέου» κερδίζοντας 3-2 την Μπέτις, ενώ κατακτά και το ΕυρωπαΪκό Σούπερ Καπ κόντρα στην πρωταθλήτρια Ευρώπης τότε Μπορούσια Ντόρτμουντ.
Ο Στόιτσκοφ ξαναχαίρεται το παιχνίδι και οι Καταλανοί χαίρονται που τον έχουν ξανά στο ρόστερ τους.
Στα 32 του χρόνια, αντιλαμβάνεται πως ο κύκλος του στην Μπαρτσελόνα έκλεισε οριστικά.
Αποφασίζει να αποχωρήσει και σε αυτό παίζει ρόλο και η αλλαγή στον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας.
Η Σαουδική Αραβία είχε αρχίσει να «ρίχνει» χρήματα στο ποδόσφαιρο και προσπαθούσε να δελεάσει ποδοσφαιριστές που είχαν κλείσει τον κύκλο τους στην Ευρώπη.
Ο Βούλγαρος επιθετικός αποτελούσε ιδανική περίπτωση για την Αλ Νασρ που τον έκανε «χρυσό» και του υπέγραφε συμβόλαιο.
Ο Στόιτσκοφ αποχωρεί, μη μπορώντας να αντέξει την ζωή, και αποκτά πλέον τον τίτλο του τυχοδιώκτη.
Αποφασίζει να παίζει μπάλα, να γνωρίζει νέα μέρη και να πληρώνεται καλά. Καταλήγει στην Ιαπωνία.
Τα χρήματα στην Κασίβα Ρεισόλ είναι επίσης πολλά και το επίπεδο χαμηλό.
Παρά την ηλικία του θα πετύχει εύκολα 12 γκολ και θα προσελκύσει ομάδες των Η.Π.Α. που έκαναν επίσης ποδοσφαιρικό άνοιγμα.
Οι Σικάγο Φάιρς θα τον αποκτήσουν τελικά το καλοκαίρι του 2000. Θα παίξει σε 51 παιχνίδια και θα σκοράρει 17 φορές.
Τελικά θα κλείσει την καριέρα του στην Γιουνάιτεντ της Ουάσιγκτον, που θα του προσφέρει το τελευταίο του συμβόλαιο.
Καλύτερό του τουρνουά αναμφίβολα το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όπου η Βουλγαρία κατέκτησε την τέταρτη θέση και με 6 γκολ ο Στόιτσκοφ, μαζί με τον Όλεγκ Σαλένκο της Ρωσίας, αναδείχθηκαν πρώτοι σκόρερ του Μουντιάλ.
Το καλοκαίρι του 1994, παίρνει από το χέρι και την εθνική Βουλγαρίας, η οποία φθάνει στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπου θα αποκλειστεί από την Ιταλία με 2-1, ενώ έχασε και στον μικρό τελικό με 4–0 από τη Σουηδία.
Πέτυχε συνολικά 37 γκολ με την εθνική Βουλγαρίας, ενώ συμμετείχε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, όπως και στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1996, έχοντας μάλιστα τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στην προκριματική φάση.