Εφτιαξε μια μεγάλη Βέρντερ Βρέμης,με την οποία κατέκτησε δυο πρωταθλήματα και δύο κύπελλα Γερμανίας και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης.
Σεζον 1996-1997 και οδηγεί την Καιζερσλάουτερν στην Μπουντεσλίγκα…Την αμέσως επόμενη σεζόν 1997-1998 παίρνει το πρωτάθλημα με την Καιζερσλάουτερν.
Ανεπανάληπτο ως σήμερα γεγονός, κατάκτησης του πρωταθλήματος αμέσως μετά την άνοδο από τη δεύτερη κατηγορία.
Ο Ρεχάγκελ, έγινε επίσης ο πρώτος προπονητής που κέρδισε ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με Εθνική ομάδα άλλης χώρας.
Στο Euro 2004 έκανε ακόμα ένα θαύμα..
Η Ελλάδα Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Ο άνθρωπος των θαυμάτων…
“Δεν είχαμε τους παίκτες που είχε η Πορτογαλία, ήταν ένας αντίπαλος τεχνικά ανώτερος από εμάς.
Δεν μπορώ να πω ότι παίζαμε ένα καλό ποδόσφαιρο αλλά παίξαμε ένα τίμιο και άξιο ποδόσφαιρο και αυτό είναι που πραγματικά έχει σημασία.Oποιος δεν πιστεύει στις δυνατότητές του αποτυγχάνει.Έχεις μόνο μία επιλογή, να νικήσεις.
Τίποτα δεν αντικαθιστά τη νίκη.
Στο ποδόσφαιρο, όλοι ξέρουν τα πάντα.
Μόνο ο προπονητής δεν ξέρει τι του γίνεται.
Δεν άκουγα κανέναν,είχαμε τη μοναδική ευκαιρία να γίνουμε αθάνατοι στην ιστορία του ποδοσφαίρου και στην Ελλάδα.”
Ότο Ρεχάγκελ
Ο Ρεχάγκελ συμμετείχε στην τοπική ομάδα Ροτ-Βάις Έσσεν (1960-1963).
Μετά το ξεκίνημα της Μπούντεσλιγκα αγωνίστηκε για λογαριασμό της Χέρτα Βερολίνου (1963-1965) και της Καϊζερσλάουτερν (1966-1972). Στη διάρκεια της καριέρας του έπαιξε συνολικά σε 201 αγώνες της Μπούντεσλιγκα.
Ως προπονητής ξεκίνησε την καριέρα του το 1974 στους Κίκερς Όφφενμπαχ.
Κατόπιν θήτευσε διαδοχικά στη Βέρντερ Βρέμης (1976), στη Μπορούσια Ντόρτμουντ (1976-1978), στην Αρμίνια Μπίλεφελντ (1978-1979) και στη Φορτούνα Ντύσσελντορφ (1979-1980), προτού επιστρέψει στη Βέρντερ για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια (1981–1995).
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Βέρντερ, η ομάδα καθιερώθηκε ως μια από τις σημαντικότερες του πρωταθλήματος της Μπούντεσλιγκα, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα (1988 και 1993) και δύο κύπελλα Γερμανίας, καθώς και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης.
Στη συνέχεια διατέλεσε προπονητής της Μπάγερν Μονάχου για λιγότερο από ένα χρόνο την περίοδο 1995-1996.
Απολύθηκε τρεις εβδομάδες πριν τον τελικό του Κυπέλλου UEFA το 1996.
Ο αντικαταστάτης του, Φραντς Μπεκενμπάουερ, οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του κυπέλλου.
Έπειτα ο Ρεχάγκελ ανέλαβε καθήκοντα τεχνικού στην Καϊζερσλάουτερν (1996-2000), με την οποία κατάφερε την σεζόν 1997-98 το ανεπανάληπτο ως σήμερα γεγονός της κατάκτησης του γερμανικού πρωταθλήματος από ομάδα αμέσως μετά την άνοδο από τη δεύτερη κατηγορία.
Το 2001 έγινε προπονητής της ελληνικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.
Η ομάδα προκρίθηκε απευθείας για το Euro 2004, μπροστά από την Ισπανία και την Ουκρανία.
Ως μεγάλο αουτσάιντερ με ποσοστό 100 προς 1 στις στοιχηματικές εταιρείες, κέρδισε με συγκλονιστικό τρόπο την Πορτογαλία, τη Γαλλία και την Τσεχία -φαβορί για πολλούς- στο δρόμο για τον τελικό, όπου νίκησε και πάλι την οικοδέσποινα Πορτογαλία και σήκωσε το τρόπαιο.
Ο Ρεχάγκελ, ο οποίος ήταν βασικός παράγοντας αυτής της επιτυχίας της Εθνικής Ελλάδας, έγινε ο πρώτος προπονητής που κέρδισε ποτέ ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με Εθνική ομάδα άλλης χώρας.
Ο Ρεχάγκελ υιοθέτησε μια αμυντική αγωνιστική προσέγγιση στην ελληνική ομάδα, χρησιμοποιώντας ενεργητικούς μέσους για να κουράσει τον αντίπαλο και την πολιτική της άμυνας ίσου αριθμού αμυντικών, με αυτού των επιθετικών του αντιπάλου. Όταν κατηγορήθηκε για βαρετό παιχνίδι, είπε…
«Κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο προπονητής υιοθετεί τις τακτικές που είναι εφαρμόσιμες με βάση τα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων παικτών».
Αξιοσημείωτο είναι πως η θητεία του στη Βέρντερ Βρέμης φημίζονταν για το γρήγορο και εντυπωσιακό ποδόσφαιρο που προσέφερε η ομάδα.
Μετά την παραίτηση του Ρούντι Φέλερ από την ηγεσία του πάγκου της γερμανικής εθνικής ομάδας έπειτα από την αδυναμία πρόκρισης στα προημιτελικά του Euro 2004, ο Ρεχάγκελ θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους υποψηφίους για να αναλάβει το πόστο.
Είχε την υποστήριξη του κοινού, παρ’ όλο που θεωρείτο από το ποδοσφαιρικό κατεστημένο ως αντισυμβατικός και ιδιόρρυθμος.
Έπειτα από την απόσυρση άλλων τριών υποψηφίων για την θέση, έγινε πρόταση στον Ρεχάγκελ να αναλάβει την ομάδα, κάτι που ο ίδιος επίσημα απέρριψε στις 10 Ιουλίου.
Στην Ελλάδα συχνά αποκλήθηκε «Βασιλιάς Όθων» σε συσχέτιση προς τον Βασιλιά Όθωνα της Ελλάδος, εντούτοις είχε αυτό το ψευδώνυμο ήδη από την προπονητική του καριέρα στη Γερμανία.
Ως λογοπαίγνιο αναγραμματισμού με αναφορά στον μυθικό ήρωα Ηρακλή (γερμ. Herakles), βαφτίστηκε από τον γερμανικό Τύπο Rehakles («Ρεχακλής»).
”Ο Ρεχάγκελ έκανε εξαιρετική δουλειά.
Προσάρμοσε την ομάδα σύμφωνα με τις δυνατότητες των ποδοσφαιριστών και δημιούργησε ένα αρμονικό σύνολο.
Δεν έχει σταρ, ούτε παίκτες που έρχονται από το φεγγάρι.
Αγωνίζονται ο ένας για τον άλλον και όλοι μαζί.
Έχουν πολύ καλή ψυχολογία και παίζουν μόνο για να κερδίσουν.”
Ο Ζοζέ Μουρίνιο, μετά την κατάκτηση του Euro απο την Εθνική Ελλάδας το 2004
Ο Όττο Ρεχάγκελ πρέπει να τιμηθεί σαν ήρωας στην Ελλάδα.
Μια ανυπέρβλητη ποδοσφαιρικη προσωπικότητα που δεν δίστασε ποτέ να τα βάλει με τους δυνατούς και να τους κερδίσει.
Ήρθε στην Ελλάδα και οι πρώτοι που τον κορόιδεψαν ήταν οι Γερμανοί…
“Θα πάρει ένα σπίτι στην Κρήτη και θα φύγει”.
Ακολούθησαν οι φωτεινοί παντογνώστες στην Ελλαδα…
“Είναι μεγάλος σε ηλικία, τον ξεπέρασε το ποδόσφαιρο και οι δύο ήττες στα πρώτα ματς των προκριματικών είναι μόνο η αρχή”.
Οι ίδιοι που μετά τον παρακάλαγαν να γυρίσει στην Γερμανία και οι ίδιοι που μετά τον έκαναν Ρεχακλή.
Ο Ότο Ρεχάγκελ πέτυχε το ακατόρθωτο, έναν άθλο πραγματικά.
Άγαλμα στον Όττο Ρεχάγκελ και σεβασμό για ότι χάρισε στην χώρα.
Ειναι ενα κομμάτι συνυφασμένο με την Ελλάδα πλέον.
Κανείς δεν θα ξεχάσει εκείνες τις μέρες, ποτέ.