”Μην το αφήσεις να βραχεί» είπε η μαμά μου στον μπαμπά μου.
Αλλά ήταν πρακτικά αδύνατο εκείνη τη μέρα.
Έβρεχε, σαν να μην είχε ρίξει ποτέ βροχή πριν, στο στάδιο ”Σαν Πάολο”.
Ήμασταν 85.000 όλοι σφιχτά αγκαλιασμένοι και ζεσταθήκαμε έτσι όλοι, μέσα σε έναν μεγάλο κύκλο αγάπης.
Ένιωσα τις κάλτσες βρεγμένες μέσα στα παπούτσια μου, σα να κρατούσα τα πόδια μου, μέσα σε μια λεκάνη με νερό.
Οι ομπρέλες ήταν κλειστές τώρα γιατί ήμασταν τόσο βρεγμένοι που ήταν άχρηστο απλά να τις κρατάμε.
Η Νάπολι ήταν συνεχώς στην επίθεση, σαν να μην υπήρχε αύριο, σαν να ήταν το τελευταίο παιχνίδι της ποδοσφαιρικής ζωής της ομάδας.
Ήμουν δώδεκα χρονών και είδα ανθρώπους να πανηγυρίζουν σαν τρελοί, στο γκολ του Ντιέγκο, ανθρώπους να κλαίνε και να αγκαλιάζονται με σπασμωδικό τρόπο, είδα ανθρώπους να στέκονται εκεί με τα μάτια κλειστά, είδα τον μπαμπά μου να προσπαθεί, πάνω στους πανηγυρισμούς, να με ρίξει κάτω.
Είδα αυτή την μπάλα, να πηγαίνει στο ”Γ” με ένα μαγικο τρόπο.
Μόνο ο Ντιέγκο μπορούσε να το κάνει!”
Περιγράφει ένας φίλος της Νάπολι, την εμπειρία του απο το παιχνίδι Νάπολι-Γιουβέντους, στις 3 Νοεμβρίου του 1985.