«Ο Ντιέγκο κι’εγώ έχουμε κοινές ρίζες, προερχόμενοι από το τίποτα ή από τα πολύ λίγα, γνωρίζουμε πολύ καλά τα βάσανα και τις θυσίες που έγιναν για να ξεφύγουμε απο την φτώχεια και εύχομαι η ζωή να ήταν λίγο πιο τρυφερή και γενναιόδωρη με όλους.
Οι κακές φιλίες με οδήγησαν σε παράνομα καζίνο.
Ο πεθερός μου, ο Βιντσέντζο Γκάλο, ο οποίος δεν ήταν πολύ γνωστός αλλά ήταν τραγουδοποιός, με έσωσε, με πήρε σπίτι και με φρόντισε.
Έπειτα ένιωσα ακόμη και ενοχές επειδή ερωτεύτηκα την κόρη του, την Αννα Μαρία και φύγαμε επειδή ήταν έγκυος.
Μικρός δεν ήξερα τι να κάνω…
Με πήρε μαζί του όταν τελείωσα το σχολείο και έμπαινα στην πιο δύσκολη περίοδο καθώς από τα 13 έως τα 18, δεν ξέρεις τι είσαι και τι κάνεις.
Μέχρι εκείνο το σημείο, ο ιερέας της ενορίας με βοηθούσε…
Ήμουν ιερέας κι’εγώ με κάποιο τρόπο.
Κάποτε, τον συνόδευα σε σπίτια για να δώσω ευλογίες.
Κρατούσα το δοχείο με τον αγιασμό.
Όταν επιστρέφαμε στην εκκλησία, αφήνε τα λεφτά σε ένα σημείο, μου έδινε ένα φάκελο και έλεγε…
«Αυτά πάρτα σπίτι».
Σκέφτηκα: ”Άρα κλέβουν και στην εκκλησία; Και του το είπα.
Και μου απάντησε…
«Νίνο, για ποιον είναι αυτά τα λεφτά;»
Και είπα… «Για τους φτωχούς;»
«Και εσύ τι είσαι;»
Μέχρι τότε, ίσως να μην το είχα καταλάβει.
Πάντα κουβαλάω μέσα μου αυτό το μικρό αγόρι, ήταν πιο επαναστάτης από εμένα.»
Νίνο Ντ’ Άντζελο




