Γράφει η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η γιαγιά όλων των Μικρασιατών, η κόνα-Φιλιώ, στο βιβλιο της «Τρείς αιώνες, Μια ζωή».
«Έβλεπα τη Σμύρνη και τα Βουρλά να καίγονται και έδωσα έναν όρκο:
-Είπα, Βουρλά μου αγαπημένα δεν θα σας ξεχάσω ποτέ.
Όσο ζω κι αναπνέω δεν θα σταματήσω ποτέ να μιλώ για όσα ζήσαμε οι Έλληνες της Σμύρνης, της Μικράς Ασίας, με τη φωτιά, τον διωγμό, τον ξεριζωμό μας από τα άγια χώματα, την καταδίκη σε προσφυγιά. Αυτά τα μάτια ώσπου να κλείσουν, θα βλέπουν μπροστά τους τα όσα έγιναν, και δεν συμφέρουν, και το στόμα μου θα μιλά για το άδικο του Ελληνισμού και θα ζητά την επιστροφή εκεί που είδαμε το φως, που μεγαλώσαμε, προκόψαμε, για να χαθούν όλα μέσα στον καπνό και στη φωτιά.»
«Δυο μέρες και δυο νύχτες μείναμε όρθιοι,στη Σκάλα,στην παραλία περιμένοντας να μπούμε σε κάποιο πλοίο. Χιλιάδες κόσμος, απελπισμένος και εξαθλιωμένος, με μάτια άδεια απ’ τα όσα είχαμε δει και την ψυχή ματωμένη απ’ τον πόνο της απώλειας των αγαπημένων μας. Κάρα άδειαζαν πεθαμένους δίπλα μας, όπου έβρισκαν. Το βράδυ, όταν οι Τούρκοι άρχιζαν να βιάζουν και να κακοποιούν όποια γυναίκα έβρισκαν, οι Αμερικανοί άναψαν τους προβολείς των πλοίων και τους έριξαν πάνω μας, για να σταματήσουν κάπως το κακό. Φωνές ακούγονταν: «Τα γυναικόπαιδα να μπαρκάρουν πρώτα!» – θαρρείς και υπήρχε και κανένας άντρας ανάμεσά μας».
«…Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια τρανή πολιτεία που είχε στείλει 3.000 στρατεύσιμους στο μέτωπο του Σαγγάριου. Κανείς τους δεν γύρισε. Ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός πέρασε απ’ τα «τέλια» του Μουσελέ. Ήταν 11.000 ψυχές. Τα κόκκαλά τους είναι σπαρμένα στη γη της Μικρασίας, από τα πυρπολημένα Βουρλά ως τις όχθες του Ευφράτη».
Όσων το ριζικό τους έμελλε να ζήσουν, ήρθαν στην Ελλάδα, κακήν-κακώς, με την «ψυχή στο στόμα». Ξεριζώθηκαν από τ’αγιασμένα χώματα της Μικρασίας, προαιώνια ελληνικά, αρχίζοντας από το μηδέν μια άλλη δύσκολη ζωή στη μητέρα πατρίδα.
Σήμερα, κάθε φορά που βρισκόμαστε εκεί, περπατώντας στις εξοχές ή στα σοκάκια των Βουρλών και των τριγυρινών χωριών, βαδίζουμε στο χώρο και την ιστορία του, πάνω στα προγονικά μας χνάρια, από το νωχελικό Γκιούλμπαξε και τα αμμουδερά εγγλεζονησιώτικα ακρογιάλια ίσαμε τους απέραντους αμπελώνες και τους πολύβουους μαχαλάδες του Βουρλά.
Το λιμανάκι της Σκάλας και οι κλαζομενιακές σαρκοφάγοι, οι βουρλιώτικοι κουλάδες με τις χρυσοφόρες κουρμούλες της σταφίδας, οι λόφοι της άφαντης πολιτείας και τα απέραντα τιμάρια της βυζαντινής οικογένειας των Βρουλάδων, τα λεσπέρικα σπίτια και τα αρχοντικά των φατόρων, ο Άη-Γιώργης ο Αρφανός κι η Βρυσάρα του Σιραμαχαλά θα μας πουν την ιστορία τους, από τα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας μέχρι εκείνη την αξημέρωτη Κυριακή της 4ης Σεπτεμβρίου 1922, όταν το φως παραχώρησε τη θέση του στο έρεβος και πάγωσαν τα γέλια των κοριτσιών στα μάτια της θαυματουργής Παναγιάς της Βουρλιώτισσας.
Ενα ταξίδι στα Βουρλά,πάντα αποτελεί για μας προσκύνημα στην πατρογονική γη, που ακόμη μας πληγώνει με τις καυτές της μνήμες, για να νιώσουμε τον απόηχο της σφριγηλής, αλλά μαρτυρικής βουρλιώτικης Ρωμιοσύνης, η οποία υπήρξε από τον 18ο αιώνα μια από τις δυναμικότερες εστίες του νεότερου Ελληνισμού.
