“Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955 ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη το πογκρόμ των Τούρκων κατά των Ελλήνων,(πογκρόμ ,από την ρωσική λέξη που σημαίνει συντρίβω). Αφορμή ήταν το πρωτοσέλιδο μιας Τουρκικής εφημερίδας της Ισταμπούλ Εξπρές, που έγραψε : «Βάλανε φωτιά στο σπίτι του πατέρα μας Κεμάλ Ατατούρκ». Στην πραγματικότητα έγινε προβοκάτσια από δύο Τούρκους υπαλλήλους του Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, που έβαλαν βόμβα στην αυλή του και έγινε ισχυρή έκρηξη. Οι Ελληνικές Αρχές συνέλαβαν τους δράστες της έκρηξης. Ήταν ο φύλακας του προξενείου Χασάν Μεχμέτογλου και ο συνεργός του, Οκτάι Εγκίν, μουσουλμάνος από τη Θράκη. Επρόκειτο για πράκτορες της Τουρκικής Αστυνομίας, ωστόσο το τουρκικό κράτος δεν έχει παραδεχτεί κάτι τέτοιο. Το σύνθημα για το πογκρόμ δόθηκε. Οι μαρτυρίες περιγράφουν πως ο όχλος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη με κάθε είδους μέσο, από διάφορες περιοχές της Τουρκίας. Στο πλήθος μοιράστηκαν λοστοί, ενώ τα σπίτια και οι επιχειρήσεις των Ελλήνων είχαν σημαδευτεί από την προηγούμενη νύχτα. Μέσα σε εννέα ώρες καταστρέφονται 4.500 ελληνικά καταστήματα, 1.000 σπίτια, 73 εκκλησίες και 37 σχολεία. Είναι η αρχή του τέλους για τον Ελληνισμό της Πόλης. Μεγάλο ρόλο στα «Σεπτεμβριανά» όπως ονομάστηκαν τα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, έπαιξε και η Βρετανική προπαγάνδα που ξεσηκώνοντας του Τούρκους εναντίον των Ελλήνων ως αντίποινα για το Κυπριακό. Από τους 100.000 Έλληνες που ζούσαν εκείνη την εποχή στην Πόλη, τα χρόνια που ακολούθησαν ο αριθμός τους συρρικνώθηκε σταδιακά σε λίγες χιλιάδες. Τελικά αποδείχθηκε ότι το πογκρόμ είχε οργανωθεί από την ίδια την κυβέρνηση Μεντερές. Την αποκάλυψη έκαναν οι ίδιοι οι Τούρκοι όταν οι στρατιωτικοί κατέλαβαν το 1960 την εξουσία και κάθισαν στο σκαμνί την πρώην πολιτική ηγεσία. Καταδίκασαν τον πρώην πρωθυπουργό Μεντερές σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, καταδίκη η οποία εκτελέστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961.
Μνήμες απο τα Σεπτεμβριανά.
Ακολουθούν αφηγήσεις και δημοσιεύματα που αποτυπώνουν την ζοφερή κατάσταση που επικρατούσε στη διάρκεια των επεισοδίων.
Δημοσίευμα στην εφημερίδα Milliyet στις 07 – 09 – 1955,
”Προπαντός, οι δρόμοι μεταξύ του Γαλατά Σαράι και του Τουνέλ ήταν πλήρως καλυμμένοι με κουρέλια και κομμάτια από γούνες. Στους δρόμους ήταν πεταμένα ψυγεία, ηλεκτρικές σκούπες, γλυκά, καραμέλες, τόπια με ύφασμα, πουκάμισα, γραβάτες, και τα υπολείμματα ενός μανάβικου. Πίσω από τα τραμ, αυτοκίνητα και λεωφορεία είχαν δέσει με σπάγκους ψυγεία, ραπτομηχανές και γραφομηχανές και τα έσερναν στους δρόμους. Όλα τα αντικείμενα στα μαγαζιά καταστρέφονταν το ένα μετά το άλλο”.
Αναστάσιος Ιορδάνογλου, 18 ετών τότε.
”Όταν πήγα στο σπίτι της γιαγιάς, δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Πόρτες και παράθυρα δεν υπήρχαν πια. Ψυγεία, ράφια και καθρέφτες είχαν γίνει κομμάτια και βρίσκονταν πεταμένα έξω από το σπίτι. Είχαν σκίσει τα στρώματα και τα παπλώματα και είχαν σκορπίσει παντού το βαμβάκι. Είχαν κουρελιάσει ρούχα, παπούτσια, κουβέρτες και χαλιά και όλα τα πιατικά είχαν θρυμματιστεί σε χιλιάδες κομμάτια. Είχαν διαλύσει το σκελετό των κρεβατιών και είχαν τσακίσει με τσεκούρι τους πολυέλαιους, το σκρίνιο, τα τραπέζια, τις καρέκλες και τις πολυθρόνες. Πάνω στο πάτωμα υπήρχε μια άμορφη μάζα από ξύλο, κάρβουνο και γυαλί, μαζί με αλάτι, ζάχαρη, λάδι και αβγά. Η σόμπα ήταν επίσης κομματιασμένη και μ’ ένα ψαλίδι είχαν αχρηστεύσει ότι περιείχαν κάποιες βαλίτσες”.
Αντίστοιχα, θυμάμαι την προσωπική μαρτυρία μιας φίλης ότι η μητέρα της θα παντρευόταν την επόμενη μέρα των επεισοδίων. Όταν εισέβαλαν στο σπίτι τους βρήκαν το νυφικό φόρεμα ξαπλωμένο στο κρεβάτι και το έκοψαν σε μικρά κομμάτια με ένα ψαλίδι. Η μητέρα της φίλης μου δεν ανέβαλε το μυστήριο του γάμου και παντρεύτηκε κανονικά την επόμενη μέρα φορώντας ένα πρόχειρο ταγιέρ.
-Γκοπελιαν Αρτάν, Αρμένιος της Πολης
“Οι νεαροί διαδηλωτές εισέβαλαν σε καφενεία και παρότρυναν τους θαμώνες να λάβουν μέρος στις επιθέσεις, λέγοντάς τους – Τι σόι Τούρκοι είστε εσείς; Όλος ο λαός έχει ξεσηκωθεί και σεις εδώ κάθεστε και παίζετε χαρτιά;”
-Μαρία-Κλάρα-Αναστασία-Ιωσηφίνα Γαλανοπούλου, 9 χρονών τότε
“Όλα τα άλλα τα θυμάμαι θολά, μέχρι την ώρα που ακούσαμε τις κραυγές του όχλου που πλησίαζε και πλέον κατέφθανε στον δικό μας δρόμο. Θυμάμαι τον μπαμπά μου να με τραβάει από το μπαλκόνι και σηκωτή να με βάζει μέσα. Είχα πεταχτεί έξω να δω τι συμβαίνει. Όλοι μας. Τους βλέπαμε από τα μπαλκόνια. Ταξίμι, Μπέιογλου (σ.σ.: Πέρα), Γαλατά Σαράι, Τύνελ ήταν γεμάτα από πλήθος που είχαν φέρει από τα βάθη της Ανατολής. Όλες οι γυναίκες υπάκουσαν στο να μη πλησιάσουν στα τζάμια και όλα έκλεισαν βιαστικά, παντζούρια και φύλλα μπαλκονόπορτας.
Οι κραυγές είχαν δυναμώσει, εκείνο το κομμάτι του όχλου ήταν πια κάτω από το σπίτι μας και ωρυόταν να μάθει σε ποιον ανήκει το οίκημα. Απειλούν ότι θα το σπάσουν, αν δεν πάρουν απάντηση από τον καπουτζή. Ακούγαμε τη φωνή του, πολύ ήρεμη, να τους λέει: «Δεν πειράζετε τίποτα εδώ. Εδώ δεν μένουν ξένοι, μένουν και εργάζονται Τούρκοι. Όποιος τολμήσει να περάσει θα περάσει από πάνω μου».
“Hoşgeldiniz, sonra! Olürüz, ölürler” (μτφ: «Καλώς ήρθατε, λοιπόν. Πεθαίνουν αυτοί, πεθαίνουμε κι εμείς»). Είχε γυρίσει το όπλο προς τη φιάλη και σημάδευε. Λίγο αργότερα είχε πει στον μπαμπά μου ότι είχε προλάβει να δει τι έκαναν στο Πέρα και ήταν το μόνο που σκέφτηκε σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά. Γι’ αυτό άφησε τη μια μπουκάλα έξω.
Δεν βγήκαμε από το σπίτι εκείνο το βράδυ. Με χίλιες προφυλάξεις, επιστρέψαμε στο Αγά Χαμάμ το επόμενο μεσημέρι. Θυμάμαι τη μητέρα μου να βγάζει το μαντίλι που συνήθως φορούσε στον λαιμό και να βάζει ένα πεσκίρι (σ.σ.: πετσετάκι) για να της συγκρατεί τον ίδρωτα που έτρεχε ποτάμι.”
Μέρα απέραντης θλίψης και πόνου για την κοινότητα των Ρωμιών της Πόλης, και του απανταχού Ελληνισμού, η επέτειος από το καταστροφικό πογκρόμ της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955.
Τη νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955, μια βόμβα εξερράγη στην αυλή της κατοικίας του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Το συμβάν σε συνδυασμό με την τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο και τις ανησυχίες της τουρκικής κοινωνίας για επιθέσεις Ελληνοκυπρίων εναντίον Τουρκοκυπρίων (όπως δημοσίευσε η εφημερίδα Hürriyet), πυροδότησαν το μίσος του όχλου για τους μη μουσουλμάνους συμπολίτες τους. Το επόμενο απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου τα γεγονότα έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την πρωτεύουσα Άγκυρα.
Συνολικά περίπου 100.000 άτομα, τα περισσότερα φερμένα απο χωριά της Ανατολής, συμμετείχαν στις επιθέσεις καταστρέφοντας και λεηλατώντας καταστήματα, κατοικίες, σχολεία, λατρευτικούς ναούς και κοιμητήρια μη μουσουλμάνων. Μικρές ομάδες 20 – 30 ατόμων, με υποκινητές και αρχηγούς, εξορμούσαν σε συνοικίες και κεντρικές οδούς προκαλώντας τις ζημιές. Παρά τον προσχεδιαζόμενο χαρακτήρα των επιθέσεων (αφού τα καταστήματα, οι κατοικίες και οι αποθήκες είχαν σημειωθεί από την προηγούμενη νύχτα με κόκκινο σταυρό ή τα γράμματα GRM από το gayrimüslim Rum (Μη μουσουλμάνος Έλληνας) ή με σβάστικες τα καταστήματα και οι κατοικίες των Εβραίων), ο όχλος των ταραξιών προσπαθούσε να παρασύρει και απλούς διερχόμενους πεζούς στα επεισόδια.
Το μαινόμενο πλήθος ήταν εξοπλισμένο με λοστούς, πέτρες, σανίδες, φτυάρια, πριόνια και συσκευές οξυγονοκόλλησης. Για τη μεταφορά του κόσμου και των συνεργών τους είχε επιστρατευθεί ένα ολόκληρο δίκτυο οχημάτων, όπως φορτηγά, λεωφορεία, ταξί, τραμ, ιδιωτικά αμάξια και στρατιωτικά οχήματα.
Στην Κωνσταντινούπολη οι κυριότερες περιοχές που επλήγησαν ήταν το Πέρα ή αλλιώς Μπέγιογλου (Beyoğlu) που διέμεναν οι περισσότεροι Έλληνες και είχαν τα καταστήματά τους στην εμπορική οδό της Ιστικλάλ και τα τριγύρω στενά, το Κουρτουλούς (Kurtuluş), Σισλί (Şişli), Νισάντασι (Nişantaşı), Εμίνονου (Eminönü), Φατίχ (Fatih), Μπακίρκιοϊ (Bakırköy), Γεσίλκιοϊ (Yeşilköy), Ορτάκιοϊ(Ortaköy) και η Μόντα (Moda) και Καντίκιοϊ (Kadıköy ή Χαλκηδόνα) στην ασιατική πλευρά.
Οι καταστροφές εξαπλώθηκαν σε ελληνορθόδοξους ναούς όπως της Αγίας Τριάδας στην πλατεία Ταξίμ, που κάηκε ολοσχερώς αλλά και στα κοιμητήρια του Σισλί (Şişli) και Μπαλικλί (Balıklı) που οι ταραξίες κομμάτιασαν ταφόπλακες, άνοιξαν τάφους και έκαψαν σκελετούς.
Σύμφωνα με τον Φάκελο του ανακριτή Φαχρί Τσοκέρ που ο ίδιος παρέδωσε στο Ίδρυμα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Τουρκίας και περιέχει πολύ σημαντικές πληροφορίες για τους εμπλεκόμενους συλλόγους, οργανώσεις και κρατικές υπηρεσίες, στόχοι επίθεσης έγιναν:
4.214 διαμερίσματα
1.004 καταστήματα
73 εκκλησίες
1 συναγωγή
2 μοναστήρια
26 σχολεία
5.317 εγκαταστάσεις όπως εργοστάσια, αποθήκες και μπαρ.
Σε πολλές περιπτώσεις, άμεση ήταν η υπεράσπιση της περιουσίας των μη μουσουλμάνων από φίλους και γείτονες μουσουλμάνους. Αντάλλαξαν τις κατοικίες τους ώστε ο όχλος να συναντήσει μουσουλμάνους στα σημαδεμένα σπίτια και να μην προβεί σε δολιοφθορές και μουσουλμάνοι θυρωροί είπαν ψέματα πως δεν υπάρχουν διαμερίσματα μη μουσουλμάνων στις πολυκατοικίες. Στο νησί της Χάλκης μια γυναίκα μέλος της τοπικής οργάνωσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) φώναξε στο πλήθος να μην πειράξουν κανένα σπίτι στον δρόμο της και κείνοι παραιτήθηκαν ενώ ο κύριος Σουκρού στο Τόπχανέ έκρυψε τους Έλληνες γείτονές του στο σπίτι του και πυροβολώντας στον αέρα έδιωξε τους ταραξίες. Σε άλλες περιπτώσεις οι ίδιοι οι μη μουσουλμάνοι έλαβαν δράση για να υπερασπισθούν την περιουσία τους όπως ένας Εβραίος έμπορος που ξήλωσε την ταμπέλα γειτονικού τουρκικού μαγαζιού και την αντάλλαξε με τη δική του. Το δικό του σώθηκε και του Τούρκου καταστράφηκε.
Στα πλέον κωμικοτραγικά, το πλήθος εισέβαλε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων ενός Ρωμιού καταστρέφοντας όλα τα αμάξια που βρίσκονταν για επισκευή. Οι ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων ήταν όλοι μουσουλμάνοι.
Στον αντίποδα, οι κακοί γείτονες διευκόλυναν το έργο του όχλου καρφώνοντας τις περιουσίες των μη μουσουλμάνων και συμμετέχοντας στις ζημιές.
Εκτός απο τις υλικές ζημιές δεκάδες ήταν και τα θύματα που θανατώθηκαν, ποδοπατήθηκαν και χτυπήθηκαν με τους πιό απάνθρωπους τρόπους. Τρεις χιλιάδες γυναίκες περίπου βιάστηκαν, ενω αρκετοί άνδρες βασανίστηκαν επίσης.
Tο οργανωμένο και καθοδηγούμενο πογκρόμ σε βάρος της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης.
Περιουσίες λεηλατήθηκαν, άνθρωποι δολοφονήθηκαν, προσκυνήματα βεβηλώθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν.
Οι Ρωμιοί δεν μπόρεσαν ποτέ να ανακάμψουν από αυτό το πλήγμα.
Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, εξ ου και η ονομασία, που συνέβη στη Κωνσταντινούπολη, όταν καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων και των Αρμένιων, πλην όμως Τούρκων υπηκόων, καθώς και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις υφιστάμενες μειονότητες.
Αφορμή έδωσε μια βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη, που όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.
Οι 110.000 Έλληνες της Πόλης που έμεναν εκεί και είχαν τις περιουσίες τους εκεί, εκδιώχθηκαν ανα περιόδους και σήμερα κατοικοεδρεύουν στην Πόλη, μόλις 900 Ρωμιοί…
