ΑρχικήΠοδοσφαιροΑφιέρωμα, στον πορτογάλο μαέστρο Ρούι Κόστα

Αφιέρωμα, στον πορτογάλο μαέστρο Ρούι Κόστα

Ρούι Κόστα:

Το ‘saudade’ ενός μεγάλου μαέστρου.

Aφιέρωμα στον Ρουί Κόστα, απο τον Φάνη Τσοκανά.

Θα μπορούσε να είναι τίτλος όπερας. Τίτλος αναγεννησιακού πίνακα του Ντα Βίντσι, στη γενέτειρα του οποίου ο Ρούι Κόστα μεγαλούργησε με τη φανέλα της Φιορεντίνα.

Ονομασία που δόθηκε σε κάποιο μαγικό άγγιγμα της μπάλας, από τα πολλά που είχε να επιλέξει απ’ την «παλέτα» του.

Ως saudade στα πορτογαλικά, ορίζεται το βαθύ αίσθημα νοσταλγίας ή μελαγχολίας, για κάτι ή κάποιον που αγαπάς αλλά απουσιάζει. Ένα αίσθημα, που όταν το μελοποιούν οι Thievery Corporation το 2014, αποφασίζουν να μείνει «γυμνό» από στίχους και το «ντύνουν» μόνο με τον ήχο μιας κλασσικής κιθάρας.

Ένα αίσθημα που ζει σε επανάληψη σε όλη την καριέρα του ο Πορτογάλος μαέστρος από την Αμαδόρα.Αναγκάζεται να εγκαταλείψει τόσο την πατρίδα του Λισαβόνα, όσο και τη δική του «Γη της επαγγελίας», τη Φλωρεντία.

Σαν ένα μικρό παιδί, που ανά τακτά χρονικά διαστήματα αλλάζει σχολείο, γειτονιά, παρέες, χωρίς τη θέλησή του.Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού μάλλον έβλεπε και το ποδόσφαιρο.

Πως αλλιώς θα έλεγε «όχι» στην Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ, μόνο και μόνο για να πάρει παραπάνω χρήματα η ομάδα της καρδιάς του;

Αλλά και τι να φοβηθεί από ένα λιγότερο θελκτικό μέρος;

Είχε την προσωπικότητά του, την μαγεία του.

Όπου τον περίμενε η φανέλα με το «10», γνώριζε πως έπρεπε να λειτουργήσει με ένστικτο «θεϊκό», για να δικαιολογήσει το παρατσούκλι «il Musagete», δηλαδή Μουσηγέτης, αυτός που ηγείται των Μουσών.

Όπως ο Απόλλωνας, έτσι και ο Ρούι Κόστα, ήξερε πως αν του δώσεις τον κατάλληλο επιθετικό, θα κατόρθωνε να βγάλει από αυτόν, τον καλύτερό του εαυτό.

Η «sprezzatura» μέσα από το φούτσαλ«Είναι οργανωτής που ρυθμίζει το παιχνίδι με τις επαφές του με την μπάλα, αλλά και με το μυαλό του», θα δηλώσει ο προπονητής του στην Πορτογαλία Κάρλος Κιρόζ.

Σωστά, αλλά υπάρχει ερμηνεία.

Τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα τον βρίσκουν σε γήπεδα φούτσαλ.

Εκεί που ο χώρος είναι περιορισμένος.

Εκεί όπου, από παίκτες τσουβαλιασμένους σε λίγα τετραγωνικά, απαιτείται ικανότητα και ταχύτητα στη σκέψη πρώτα και έπειτα στα πόδια.

Σε αυτά τα γήπεδα χτίζει την τεχνική του και ειδικότερα τα δύο σήματα κατατεθέν της καριέρας του: την πρώτη επαφή και την πάσα, που μόνο η ιταλική λέξη «sprezzatura» μπορεί να τα αποδώσει με ακρίβεια.

Στην εποχή των λεξικών, θα μάθαινε κανείς πως ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράφει την επίτευξη μιας άκοπης, αβίαστης, σχεδόν αυτοματοποιημένης κίνησης.

Στην εποχή της εικόνας, ένα βίντεο με τον Ρούι Κόστα να «σβήνει» μακρινές μπαλιές με άρρωστα κοντρόλ ή να «κόβει» στα δύο άμυνες με κάθετη βγαλμένη από τηλεχειριστήριο, αρκεί.

Μπενφίκα (1990-1994): Πρώτη αγάπη και παντοτινή.

Γεννημένος στα προάστια της Λισαβόνας, ήταν γραφτό να ξεκινήσει από τις ακαδημίες της Μπενφίκα.

Μάλιστα, πόσο πιο ονειρικά να ξεκινήσει το ταξίδι του, όταν εγγυάται και εισηγείται για την απόκτησή του μια θρυλική φιγούρα του συλλόγου, όπως ο Εουσέμπιο.

Τον ανακαλύπτει σε ηλικία εννέα ετών και όλα δρομολογούνται.

Ο Ρούι Κόστα ανήκει στη «χρυσή φουρνιά» της Πορτογαλίας, που κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων το 1991, στο τελικό του οποίου σκόραρε και το νικητήριο πέναλτι.

Ευλογία και κατάρα να είναι κομμάτι μιας τόσο ταλαντούχας ομάδας, που έφτασε σε προημιτελικά (1996), ημιτελικά (2000) και τελικό (2004) Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, κι όμως «νερό δεν ήπιε».

Φιορεντίνα (1994-2001): Κάποτε «βιόλα», πάντοτε «βιόλα»

Το ταξίδι του εκτός συνόρων ξεκινά το 1994. Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος Πορτογαλίας με την Μπενφίκα την ίδια χρονιά, Φιορεντίνα και Μπαρτσελόνα μάχονται για την υπογραφή του.

Τα οικονομικά προβλήματα δεν αφήνουν περιθώρια και το καλό της ομάδας μπαίνει πάνω από την καριέρα.

«Ο Ρούι δεν πήγε στην Μπάρτσα από αγάπη για την Μπενφίκα», θα δηλώσει ο Πορτογάλος επιχειρηματίας Μάνουελ Μπαρμπόσα, που είχε αναλάβει την ολοκλήρωση της συμφωνίας, φανερώνοντας το μόνο κριτήριο της επιλογής: τα παραπάνω χρήματα που προσφέρουν οι «βιόλα» στους «αετούς».

Με την μωβ φανέλα οργιάζει. Συνθέτει ένα «φονικό» δίδυμο με τον Γκάμπριελ Μπατιστούτα και η Φιορεντίνα γίνεται η εξαίρεση που σπάει τον κανόνα στο ιταλικό πρωτάθλημα, αφού στηρίζεται περισσότερο στην επίθεσή της, απ’ ότι στην άμυνά της.

«Είχαμε μια ξεχωριστή επικοινωνία. Εγώ συνήθιζα να βρίσκω τον κατάλληλο τρόπο να τον τροφοδοτήσω, κι αυτός τον καλύτερο τρόπο για να ξεμαρκαριστεί».

Η σχέση τηλεπάθειας που δημιουργείται μεταξύ τους, οδηγεί τον Μπατιστούτα στα 26 γκολ. Τότε ο Ρούι Κόστα απόκτα το προσωνύμιο «il Maestro».

Άλλωστε όπως έχει δηλώσει, «Η δημιουργία ενός γκολ, με γεμίζει περισσότερο από την επίτευξή του».

Το πολυπόθητο Σκουντέτο ωστόσο, δεν έρχεται. Ακόμα και τη σεζόν 1998/99, που ξεκινά ονειρεμένα, ο τραυματισμός του Μπατιγκόλ που έχει 13 γκολ σε ισάριθμες εμφανίσεις, του στερεί την ποδοσφαιρική του «Μούσα».

Τα δύο Κόπα Ιτάλια (1996, 2001) και το Σουπερκάπ του 1997 αποτελούν μια παρηγοριά, αλλά κι αυτή μοιάζει να στερεύει όταν η «έμπνευση» του μαέστρου, αποχωρεί το 2000.

Παρά τη μοναξιά που προκαλεί η μετακίνηση του Μπατιστούτα στη Ρόμα, ο Ρούι Κόστα αγαπάει τη Φλωρεντία και δεν θέλει να την αποχωριστεί. Η παραμονή όμως και πάλι δεν είναι στο χέρι του.

Τα οικονομικά προβλήματα της Φιορεντίνα αναζητούν λύση μέσω της πώλησής του, η οποία θα έρθει έναν χρόνο αργότερα. Το «φονικό» δίδυμο σπάει.

Ο δρόμος για το Μίλανο είναι πλέον στρωμένος, αλλά όχι με ροδοπέταλα.

Μίλαν (2001-2006): Η μοίρα πληρώνει το χρέος της

Τα διαπιστευτήριά του για το Μιλάνο, τα δίνει από τα τέλη της προηγούμενης σεζόν κι ας μην το γνωρίζει.

Η συντριβή της Μίλαν με 4-0 από τη Φιορεντίνα στο Αρτέμιο Φράνκι, ήταν αρκετή για να πείσει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι να αποκτήσει τον «εχθρό» που δεν μπορεί να κερδίσει.

Άλλωστε στον πάγκο θα βρει τον μέχρι πρότινος προπονητή του, Φατίχ Τερίμ.Στο Μιλάνο δημιουργούνται «υποκατάστατα».

Ο Ρούι Κόστα θα αντικαταστήσει τον Μπατιστούτα με τον Πίπο Ινζάγκι και ο άρτι αφιχθής από τη Γιουβέντους Πίπο Ινζάγκι, θα αντικαταστήσει τον Ζιντάν με τον Ρούι Κόστα.

Στη δεύτερη σεζόν στο Μιλάνο, υπό τις οδηγίες του Κάρλο Αντσελότι πλέον, ένα Κύπελλο Ιταλίας ανοίγει την όρεξη σε μια ομάδα, που θα φτάσει μέχρι την «κούπα με τα μεγάλα αυτιά».

Το Κόπα Ιτάλια και το Τσάμπιονς Λιγκ του 2003, διαδέχεται το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ του 2004 και ανοίγει το δρόμο για μια σεζόν, που θα κλείσει φέρνοντας ό,τι δεν έφεραν τα προηγούμενα εννέα χρόνια στην Ιταλία: το πολυπόθητο Σκουντέτο (2004).

Ο λόγος; Είχε ξαναβρεί τη «Μούσα» του!

Αυτήν τη φορά όμως, στο πρόσωπο του Ουκρανού, Αντρέι Σεφτσένκο, που τελειώνει τη σεζόν με 24 γκολ!

Η μαγεία ωστόσο, ξεκινά μπραντ-ε-φερ με την ατυχία.

Ένας τραυματισμός, αλλά και η έλευση του Κακά από τη Σάο Πάολο, σφίγγει τον κλοιό και περιορίζει τις εμφανίσεις του.

Από εκείνο το χρονικό σημείο, αρχίζει η αντιστροφή μέτρηση.

Ακόμα κι αν θα ακολουθήσει ένα Σούπερ Καπ το 2005, ο κύκλος της Ιταλίας έχει κλείσει. Ούτε η Μπαρτσελόνα που επανέρχεται για να διεκδικήσει τον διακαή προ δεκαετίας στόχο της, ούτε τα 4.6 εκατομμύρια του νέου συμβολαίου, που προσφέρει ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μπορούν να αλλάξουν κάτι.

Το συναίσθημα πάνω από το οτιδήποτε. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο «σπίτι». Οδηγούν στη Λισαβόνα.

Μπενφίκα (2006-2008): Ξανά στη φωλιά με τους «αετούς»

Τα χρόνια έχουν περάσει. Ούτε οι οπαδοί, ούτε ο σύλλογος, ούτε και ο ίδιος ο Ρούι Κόστα έχουν απαιτήσεις.

Γνωρίζουν πως επιστρέφει για να τηρήσει μια υπόσχεση που δόθηκε πριν χρόνια, όταν αναγκαζόταν να φύγει για να μείνει η ομάδα «όρθια» οικονομικά.

Στα 36 του χρόνια, μπορεί να μην προσθέτει νέο μετάλλιο στο «παλμαρέ» του, ωστόσο κανένας τίτλος δεν πλησιάζει την ευτυχία του κατάμεστου «Ντα Λουζ» στις 11 Μαΐου του 2008.

Είναι η μέρα που αποσύρεται. Η μέρα «απόδοσης τιμών».

Ο δρόμος που πήρε ήταν μακρύς, αλλά πλέον βρίσκεται εκεί που στόχευε.

Έτσι σοφός και με τόση πείρα, όπως θα σημείωνε ο Καβάφης, έστω και από τη θέση του τεχνικού διευθυντή, συνεχίζει να προσφέρει. Όχι ασίστ, αλλά γνώση και τη γενικότερη αύρα του.

Αυτός βρίσκεται πίσω από την πρόσληψη του Ζόρζε Ζέσους, τις μεταγραφές επιπέδου Αϊμάρ-Σαβιόλα, αλλά και την ανάδειξη παικτών όπως ο Όμπλακ, ο Γιόβιτς, ο Ταλίσκα.

Παραμένει οργανωτής, αναμορφωτής, ένας μεγάλος «μαέστρος», ακόμα και εκτός γηπέδου.

Όσο για το saudade, δεδομένα τον συντρόφευε για μεγάλες χρονικές περιόδους.

Ίσως και να τον τράβηξε ένα σκαλί κάτω από όσα θα μπορούσε να καταφέρει, αλλά με τόσες «καλοκουρδισμένες ορχήστρες» που χάρισε, γίνεται ξεκάθαρο πως δεν τον κέρδισε.

Το «γιατί» το αποκαλύπτει ο ίδιος:

«Ό,τι μένει είναι ο δεσμός μου με τον κόσμο των τριών ομάδων που αγωνίστηκα. Είμαι ευγνώμων».

Έτσι νικιέται η απουσία τελικά. Με το να γίνεται «σπίτι» ο κάθε τόπος που πατάς.

Τελευταία Αρθρα

H απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Η Θεσσαλονίκη ελευθερώθηκε το 1912 στις 26 Οκτωβρίου και γιορτάζει μαζί και τον συνταγματάρχη...

Τιμ Γκρόβερ: ”Ο Τζόρνταν δούλευε περισσότερο απο όλους”

''Μετά από κάθε ματς έκανα στον Μάικλ μια συγκεκριμένη ερώτηση... 5, 6 ή 7; Αυτό...

Νικός Αναστόπουλος: ”Ο Μαραντόνα ήταν σ’ένα άλλο επίπεδο”

''Είχα την τύχη να παίξω αντίπαλος του Μαραντόνα σε δύο αγώνες του ιταλικού πρωταθλήματος. Τότε,...

Μαραντόνα: ”Στην Αρχεντίνος Τζούνιορς, ήμουν ασυναγώνιστος”

Είναι πολύ δύσκολο να επιλέξεις τον «καλύτερο» Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, αλλά ο ίδιος ο...

Παρομοια αρθρα

Νικός Αναστόπουλος: ”Ο Μαραντόνα ήταν σ’ένα άλλο επίπεδο”

''Είχα την τύχη να παίξω αντίπαλος του Μαραντόνα σε δύο αγώνες του ιταλικού πρωταθλήματος. Τότε,...

Μαραντόνα: ”Στην Αρχεντίνος Τζούνιορς, ήμουν ασυναγώνιστος”

Είναι πολύ δύσκολο να επιλέξεις τον «καλύτερο» Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, αλλά ο ίδιος ο...

Ρικάρντο Ολιβέιρα: ”Ο Γκατούζο ήταν πάντα νικητής”

«Θυμάμαι ότι παίζαμε με την Φιορεντίνα, το πρώτο ημίχρονο έληξε 1-0 υπερ της. Σε όλο...