«Στο Valdemarsvik, τους χειμώνες πριν από τον πόλεμο είχαμε 20 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Παίζαμε μπάντυ. Σαν χόκεϊ, αλλά πιο αντρικό. Ριχναμε ο ένας τον άλλον κάτω, κάνοντας πατινάζ ολοταχώς. Γύριζα σπίτι μελανιασμένος και ματωμένος. Ήμουν αδύναμος, ήθελα να γίνω δυνατός. Το πρωί έτρεχα πέντε χιλιόμετρα στο δάσος για να πάω στο σχολείο. Ήταν ένα δάσος, που κατοικούσαν τσιγγάνοι. Κάποτε ένας από αυτούς διάβασε το χέρι μου. Είπε ότι θα ταξιδέψω τον κόσμο, θα έκανα πολλά πράγματα αλλά δεν θα γίνω πλούσιος. Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε αργότερα. Με τον Γκρεν, τον Νόρνταλ και εμένα, το περίφημο ''Γκρε-Νο-Λι'' εμείς οι Σουηδοί ερασιτέχνες νικήσαμε τους Βρετανούς μάστερ. Ο Τζιοβάνι Ανιέλι με είδε στη Νόρκεπινγκ και μου ζήτησε να πάω στην Γιούβε. Είπα όχι και πήρε τον John Hansen. Μετά ήρθε να παίξει η Μίλαν και έχασε 3-1. Έμεινα για να διαπραγματευτώ με τους προπονητές όλη τη νύχτα. Υπέγραψα στις 4 το πρωί. Το Μιλάνο το 1947 ήταν γεμάτο ερείπια αλλά ήταν μια εξαιρετική πόλη. Υπήρχε ακόμα ο μύθος του Meazza, η κατεξοχήν ομάδα ήταν η Inter, αλλά με το ''Gre-No-Li'' όλα άλλαξαν! Στην Μίλαν με φωνάζανε Βαρόνο! Δέχτηκα το μεγαλύτερο χειροκρότημα στο Σαν Σίρο, για μία λάθος πάσα. Κάθε φορά που το λέω, ανατριχιάζω». Νιλς Λίντχολμ