«Την πρώτη φορά που αντιμετώπισα τον Ρονάλντο ήμουν στην Πάρμα.
Το παιχνίδι ξεκίνησε και μετά από λίγο τον βρήκα μπροστά μου.
Σου έδειχνε κατα που θα πάει ενώ χάιδευε την μπάλα και σε ντρίπλαρε με έναν ασυνήθιστο τρόπο που έμενες μαγεμένος.
Όλα αυτά, ωστόσο, τα έκανε με ταχύτητα που δεν είχα ξαναδεί.
Εκείνη την ημέρα, ερχόταν κατα πάνω μου και με ένα διπλό βήμα και προσποίηση εξαφανιζόταν.
Ήταν καθ’ οδόν προς την εστία και φώναξα στον Φάμπιο Καναβάρο…
«Ρίξτον κάτω, ρίξτον!».
Ο Φάμπιο του έκανε φάουλ και ο διαιτητής τον προειδοποίησε.
Επόμενη ενέργεια, πάλι ένας εναντίον ενός, ανοίγει την μπάλα με ταχύτητα και δεν μπορούσα παρά να τον πετάξω κάτω.
Αμέσως μετά ο Φάμπιο με κοίταξε και είπε…
”Λιλιάν εδώ τελειώνουμε στις εννιά το βράδυ απόψε, πώς θα τον σταματήσουμε αυτόν εδώ;”.
Ο Ρονάλντο άκουσε τα πάντα, γύρισε προς το μέρος μας και είπε σε πολύ φτωχά ιταλικά…
«Με συγχωρείτε, αν υπερβάλλω».
Κοιτάξε εμένα και τον Καναβάρο κατάματα χωρίς να πούμε τίποτα.
Με αυτά τα λόγια μας έκανε να νιώθουμε μικροί, σχεδόν αβοήθητοι».
Λιλιάν Τουράμ