”Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια.
Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά.
Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω.
Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε.
Aμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε.
βάλαν στη σειρά.
Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε.
Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.
Μας γδύσανε.
Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε.
Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε.
Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας.
Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι [=κακοπάθεια] ήτανε.
Είκοσι μέρες κράτησε.
Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στην Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε.
Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε.
Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε.
Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια.
Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός.
Μας πέταξε μια πεντάρα.
Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.
Περνούσε ο κόσμος.
Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:
— Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….
(Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).
Προσφύγων μνήμες




