«Έτσι ξεκίνησαν όλα ρε χαμουτζή, με μια κλεψιά.
Όπως ο Πάρης με την Ελένη…
Μου λεγε για κείνο το ονειρεμένο γκολ του Κούδα που δεν το ’δειξε η τηλεόραση και ευτυχώς «…γιατί έτσι αποκλείεται να το ξεχάσω…»
μου είπε.
Το φυλάγω στο μυαλό μου ευλαβικά, γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει πουθενά αλλού φυλαγμένη εκείνη η ζωγραφιά….»
«Και θες να καταλάβεις από Κούδα, σάμπως νιώθεις από ποδόσφαιρο… εσύ δεν είχες στραβομουτσουνιάσει όταν είχε γράψει ο Αναγνωστάκης στο πρωτοσέλιδο της Αυγής για τον Άγιαξ;
Δεν ταίριαζε με την κουλτούρα της κομματικής σου ορθοδοξίας, βλέπεις… ακόμη και όταν έβλεπες τον Κούδα στο γήπεδο, κοιτούσες τα ποδάρια του… τόσο ήξερες…»
-«Και πως έπρεπε ρε Τζίμη να τον βλέπω;»
«Μου περνιέσαι και για διαβασμένος… πως βλέπεις, ρε αγροίκε, ένα έργο γλυπτικής και ψάχνεις τον κάθετο άξονα; … αλλά ποιος θα σου μάθει τη διαφορά του βλέπω από το κοιτάω.
Φαντάσου, άμα μπορείς ένα διάγραμμα με τους 22 παίκτες στο γήπεδο και απομόνωσε τις μπαλιές του Γιώργαρου στο χορτάρι… γραψ’τες με κόκκινο μελάνι και την κίνησή του με μαύρο…»
Μιλούσε και ζωγράφιζε με παροξυσμό στο χαρτί τις γραμμές για δεκάδες παιχνίδια, εκατοντάδες φάσεις… ζωγράφιζε πυρετωδώς χιλιάδες επινοήσεις και πάνω στο χαρτί του βγαίνανε σχήματα γεωμετρικά….
Αλλόκοτα,
παράξενα… έβγαιναν αστέρια, πουλιά, χαμόγελα, μέχρι και τρεχαντήρια, πράγματα που ποτέ δεν είχα φανταστεί.
«Και θες να καταλάβεις ρε χαμουτζή από Κούδα… δεν τα χωράει τέτοια πράγματα το κουκούτσι σου…»
Ξαφνικά, με μια οργισμένη κίνηση πετάει χαρτιά και στυλό, τεντώνει τα χέρια του, με βουτάει από το γιακά και με τραβάει προς το πρόσωπό του.
‘Λέγε ρε χαμουτζή, το χωράει το κουκούτσι σου;
Το χωράει ότι το ποδόσφαιρο είναι τέχνη και γεωμετρία;
Ότι ένα γλυπτό σε φυσικό μέγεθος μπορεί να κινείται στο γήπεδο;
Ότι στο γήπεδο ο κύκλος τετραγωνίζεται;
Το χωράει, ρε; Σε ρωτάω…».
Σαν κάποιος να έκλεισε έναν διακόπτη ο Τζιμης ηρεμεί, κατεβάζει τα χέρια από το γιακά μου και παίρνει το τσιγάρο που καιγότανε στο τασάκι.
Σηκώνει τα μάτια και μου λέει αργά, χωρίς περιφρόνηση αλλά με πίκρα: «Έπρεπε στα γήπεδα απ’έξω να χουνε την ίδια επιγραφή που είχε και η ακαδημία του Πλάτωνα –μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω- και τότε να δούμε που θα βλέπατε μπάλα.
Στραγγίζει ραγισμένος το τελευταίο ούζο, βάζει τα χέρια του πάνω στις ρόδες κι αρχίζει να σμπρώχνει το καροτσάκι προς την έξοδο.
Ο καφετζής φέρνει μια μικρή ξύλινη μπάρα και τη βάζει στο σκαλοπάτι της εξόδου.
«Πατέντα του Τζίμη σκέφτηκα και λίγο πριν φτάσει στην έξοδο του φώναξα:
«Ρε Τζίμη, δεν μου είπες….
Τι ήτανε, τελικά, για σένανε ο Κούδας;»
Ο Τζίμης σταμάτησε το καροτσάκι, γύρισε, με κοίταξε με κείνα τα λαμπερά πράσινα μάτια που είχαν βουρκώσει και μου είπε με καθαρή φωνή:
«Τα πόδια μου, ρε χαμουτζή, τα πόδια μου…»
Του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου…
Αναγνωστάκης, Χαραλαμπόπουλος, Κούδας… αγαπημένοι… τότε που ακόμη το ποδόσφαιρο ήταν αστέρια, πουλιά, χαμόγελα ,τρεχαντήρια …




