«Θυμάμαι σαν να ήταν τώρα εκείνο το τηλεφώνημα.
Ηταν 03:00 το βράδυ, αρχές του 1994.
Χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησα και ήταν ο Ντιέγκο που μου είπε…
“Θέλω να πάω στο Μουντιάλ”.
Του είπα “Mα γιατί Ντιέγκο; Εχεις παίξει σε τρία Μουντιάλ, τι το θες το τέταρτο;
Δεν είσαι σε φόρμα και αυτοί της FIFA θα σε πετάξουν έξω με την πρώτη ευκαιρία”.
Μου απάντησε…
“Θέλω να το κάνω για την Ντάλμα και τηn Τζανίνα, δεν με είδαν ποτέ να παίζω.
Θέλω να με δουν να κατακτώ το Μουντιάλ”.
Εκείνη τη στιγμή του είπα αμέσως ναι, γιατί αυτό που τον έσπρωχνε στο να θέλει να παίξει ήταν μεγαλύτερο από αυτόν.
Ηταν η αγάπη του για τις κόρες του.
Ο Ντιέγκο αποδέχθηκε όλους τους όρους μου.
Επρεπε να είναι καθαρός από κοκαΐνη, να μην αγγίξει ούτε ένα γραμμάριο για μήνες.
Πήγαμε για προπονήσεις κάπου απομονωμένοι, δεν ήταν σε φόρμα και είχε παραπανίσια κιλά. Ηταν όμως πιο αποφασισμένος από ποτέ.
Εκανε προπονήσεις πρωί και απόγευμα, μερικές φορές και το βράδυ.
Αυτό το λέω γιατί ένα βράδυ ξύπνησα και είδα τον Ντιέγκο να με κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα και τρέμοντας.
Ηταν η κρίση γιατί του έλειπε η κόκα και έτρεμε σαν παιδί.
Φόρεσα ένα μπουφάν και βγήκαμε έξω για να προπονηθούμε.
Μία ώρα προπόνησης.
Στο τέλος ήταν εξαντλημένος, με αγκάλιασε και μου είπε…
“Τα καταφέραμε Φερνάντο”.
Αρχισε να κλαίει, ήταν πανευτυχής, είχε βγει νικητής από τη μάχη του με την κοκαΐνη.
Εφτασε στο Μουντιάλ σε τέλεια κατάσταση.
Εκείνες τις ημέρες ήταν ευτυχισμένος, είχε γίνει ξανά ο Ντιέγκο που όλοι ξέραμε.
Ημουν μαζί του από το πρωί ως το βράδυ.
Στα δύο παιχνίδια με Ελλάδα και Νιγηρία έδειξε στον κόσμο ξανά ποιος ήταν ο Ντιέγκο. Μιλούσαν μόνο για αυτόν, σαν να μην υπήρχαν οι άλλες ομάδες.
Είχε γίνει και επισήμως το Μουντιάλ του Μαραντόνα.
Και μετά ήρθε αυτό το “χτύπημα” από το πουθενά…
Τιμωρία για ντόπινγκ.
Ηξερα ότι ο Ντιέγκο ήταν ενοχλητικός για κάποιους στη FIFA.
Δεν μου προκάλεσε έκπληξη.
Το να αλλάξεις τα αποτελέσματα ενός αντιντόπινγκ κοντρόλ δεν ήταν αδύνατο.
Εγώ βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι ο Ντιέγκο ήταν καθαρός για τουλάχιστον πέντε μήνες. Τον τελείωσαν οριστικά όμως.
Εκείνη τη βραδιά που έγιναν γνωστά τα νέα, άκουσα μια ανατριχιαστική κραυγή από τη σουίτα του.
Μια κραυγή που μου πάγωσε το αίμα.
Ηταν ο Ντιέγκο…
Από εκείνη τη στιγμή δεν τον αναγνώρισα ποτέ ξανά.
Επέστρεψε στο τούνελ της κοκαΐνης μέσα σε πολύ λίγο καιρό.
Δεν του έδωσαν τη δυνατότητα να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στις κόρες του και του πήραν ό,τι πιο πολύτιμο γι’ αυτόν, το ποδόσφαιρο».
Φερνάντο Σινιορίνι, προσωπικός γυμναστής του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα