«Μια μέρα, σε μια προπόνηση που ήταν ''μεγάλη'' αρχίσαμε όλοι να παραπονιόμαστε. «Eίμαστε κουρασμένοι, είμαστε εδώ δύο ώρες»... το κλασικό, αλλά όλη η ομάδα με τον ίδιο ρυθμό. Ο προπονητής τελείωσε την προπόνηση και μας πήγε στο ξενοδοχείο όπου καθίσαμε μέχρι την επόμενη μέρα, στις 5:00 το πρωί, μας ξύπνησε. Φτάσαμε όλοι στη ρεσεψιόν με σκοπό να πάμε για πρωινό, μας είπε ότι σε καμία περίπτωση, ότι το λεωφορείο μας περίμενε. Νομίζαμε ότι είχε ετοιμάσει μια τιμωρία, η οποία ήταν πολύ στο στυλ της σκηνοθεσίας του. Το λεωφορείο έφυγε από το ξενοδοχείο και σταμάτησε 400 μέτρα μακριά, ακριβώς στην είσοδο του σταθμού του μετρό, όπου ήμασταν θεατές ενός πραγματικού θεάματος, όπως δεν το είχαμε ξαναδεί εκείνη την ώρα του πρωινού. Εκείνη την εποχή μπαινόβγαιναν φτωχοί και ταπεινοί άνθρωποι. Εκεί ήμασταν σιωπηλοί παρακολουθώντας εκείνο το κοινωνικό θέαμα. Εκείνη την ώρα, ο προπονητής σηκώθηκε και είπε... «Αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν από το σπίτι το πρωί όταν τα παιδιά τους κοιμούνται και επιστρέφουν το βράδυ όταν τα παιδιά τους ήδη κοιμούνται. Μη μου ξαναπείτε ότι η προπόνηση είναι μεγάλη και ότι κουραστήκατε. Λοιπόν, δεν θυμάμαι τόση μεγάλη ησυχία σε λεωφορείο στο δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο». Αυτός ήταν ο Κάρλος Μπιλάρντο