Δεν νιώθω την πίεση, την αποφεύγω, δεν με νοιάζει.
Το απόγευμα της 9ης Ιουλίου 2006 στο Βερολίνο κοιμήθηκα και μετά έπαιξα στο Playstation. Εκείνο το βράδυ κέρδισα το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Από πνευματική άποψη, ο δυναμικός -αλλά όχι αναίσθητος- δάσκαλός μου ήταν ο Μιρτσέα Λουτσέσκου, ο προπονητής που με πήρε από την Αλιέβι της Μπρέσια στα δεκαπέντε μου και με πήγε κατευθείαν στην πρώτη ομάδα, στον κόσμο των μεγάλων.
Βρέθηκα να προπονούμαι με τριαντάχρονους που ήταν μάλλον ενοχλημένοι που με είχαν κοντά τους, είχαν την διπλάσια ηλικία, μερικές μέρες δεν ήθελαν να με βλέπουν.
«Αντρέα, συνέχισε να παίζεις όπως στους Αλιέβι» ήταν η πρώτη φράση που μου ψιθύρισε ο Λουτσέσκου και σαν καλός στρατιώτης ακολούθησα.
Δεν το πήραν όλοι καλά, ξεκινώντας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία στα αποδυτήρια και απο τους παλιότερους στο γήπεδο… σε σύγκριση με εμένα όλοι ήταν παλιότεροι.
Μια μέρα πέρασα έναν από αυτούς τρεις φορές στη σειρά, η τέταρτη ήταν μοιραία.
Μου έδωσε ένα άνευ προηγουμένου ξύλο, με σήκωσε στον αέρα, σχεδίασε και έκανε πράξη μια δολοφονική ενέργεια στον αστράγαλό μου.
Θα ήταν περιττό να πω ότι δεν το είχε κάνει επίτηδες, κανείς δεν θα το πίστευε.
Σκέφτηκε επίσης ότι ήθελα να γίνω φαινόμενο και να του κλέψω την θέση, στην πραγματικότητα απλά άκουγα τον Λουτσέσκου, ο οποίος μου έκλεισε το μάτι…
“Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Σήκω και προσπάθησε ξανά, σε παρακαλώ.”
Αντρέα Πίρλο