«Απ'την αρχή ήξερα ότι ήμουν πιο δυνατός από τους άλλους και γι' αυτό όλοι άρχισαν να μιλούν για μένα από νωρίς. Πάρα πολύ. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό. «Μα ποιος νομίζει ότι είναι, ο Μαραντόνα;» Έπαιζα για την Μπρέσια, αλλά στην ομάδα όλοι προσπαθούσαν να μην μου δώσουν τη μπάλα. Φώναζ δυνατά και μιλούσα πολύ σωστά ιταλικά. «Δώστε μου πάσα». Σιωπή. Κανείς δεν μου έδινε μπάλα. Ήταν ανταρσία εναντίον μου. Δεν μου μιλούσαν καν. Ούτε μια ματιά προς την κατεύθυνση μου. Τίποτα. Σιωπή, σε ότι κι'αν έλεγα, σα να μην υπήρχα. Τα νεύρα μου έσπασαν, ξέσπασα σε κλάματα. Είχα μπροστά μου είκοσι έναν αντιπάλους, έντεκα από την άλλη ομάδα και δέκα από τους δικούς μου. Έτρεχα και έκλαιγα. Απογοητευμένος και καταθλιπτικός και ήμουν ακόμα έφηβος. Και για έναν έφηβο αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να συμβάινουν. Σε αυτή την ηλικία θα έπρεπε να σκοράρεις και να ζητωκραυγάζεις, αλλά το γεγονός ότι σκόραρα πάρα πολλά γκολ, ενόχλησε πολύ κόσμο. Αυτή ήταν ακριβώς η στιγμή που έκανα μια στροφή. Πήγαινα και έπαιρνα την μπάλα αποτα πόδια τους. Εγώ ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, Δεν ήθελαν να παίξουν μαζί μου; Παίζω μόνος μου, καθώς είχα την δύναμη να το κάνω. Δέκα από αυτούς δεν μπόρεσαν να σκοράρουν, μόνο εγώ το έκανα. Τους ντρίμπλαρα όλους, συμπεριλαμβανομένων αυτών που φορούσαν την ίδια φανέλα με εμένα. Δεν είχα την παραμικρή πρόθεση να κάνω το φαινόμενο, η αλήθεια ήταν πολύ πιο απλή, ήμουν ακριβώς έτσι. Δεν νιώθω την πίεση απο τότε, το αποφεύγω, δεν με νοιάζει. Το απόγευμα της 9ης Ιουλίου 2006 στο Βερολίνο κοιμήθηκα και μετά έπαιξα Playstation. Το βράδυ κέρδισα το Παγκόσμιο Κύπελλο». Αντρέα Πίρλο