O Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης, όταν λειτουργούσε γινόταν άλλος άνθρωπος.
Οι εκκλησιαζόμενοι άκουγαν διαφόρους ήχους στο ιερό βήμα από ουράνιους επισκέπτες του. Γονάτιζαν κι έψαλλαν το «Κύριε ελέησον».
Μία φορά είπε ο όσιος στον ψάλτη του: Είχα τόσους αγίους σήμερα, που δεν είχα μέρος να τους βάλω.
Τον άγιο Παντελεήμονα τον βάλαμε σε μία γωνία, γιατί δεν υπήρχε χώρος…
Μετά ένα άλλο σαρανταλείτουργο τον ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες για να το τελειώσεις;
—Όχι παιδί μου, μου ήταν τόσο ευχάριστο, σαν να έκανα έναν εσπερινό, γιατί ήταν πολύ καλοί άνθρωποι.
Κάποτε είπε σε έναν πιστό…
– Ο πατέρας σου έχει ένα πλούσιο τραπέζι σαν του Αβραάμ.
Τότε σκέφθηκε ο πιστός: Εμείς ήμασταν τόσο φτωχοί, που σχεδόν ήμασταν πεινασμένοι, που το βρήκε ο πατέρας μας αυτό το πλούσιο τραπέζι;
—Μη το βλέπεις έτσι, τον διόρθωσε ο όσιος, μπορεί να μη είχε να δώσει, μα η ψυχή του ήθελε πολύ να δίνει, και ο Θεός το μέτρησε σαν να έδινε.
Η μάνα σου είναι σαν υπηρέτρια στον πατέρα σου, γιατί ήταν αρκετά κουραστική και τον στενοχωρούσε, όλο γκρίνιαζε.
Αλλά ο πατέρας σου πάντα με το χαμόγελο της φερόταν και με πολύ καλοσύνη.
Στους συγγενείς σας είχατε και μία τυφλή, που ξεχάσατε να τη γράψετε.
Ήταν αγνή και πολύ αγαθή.
—Μα εσύ που την ήξερες, ρώτησε απορημένος ο άνθρωπος.
—Όταν μνημονεύω, έρχεται κι εκείνη στα κόλλυβα, αλλά έρχεται σαν μουσαφίρισσα, δεν ενώνεται με τους άλλους.
Τώρα ο καθένας πήγε στη θέση του και για σας άνοιξε δρόμος…
Από το χωριό Μικρομηλιά, οκτώ ώρες δρόμος με τα πόδια ήταν τό μοναστήρι,
ξεκίνησε μία γυναίκα μέ τόν σύζυγό της.
Είχε επτά παιδιά και περίμενε το όγδοο.
Στον δρόμο σκεφτόταν νά μή το αφήσει να ζήσει,
γιατί δεν θα μπορούσε να το μεγαλώσει και αυτό.
Μετά από λίγο όμως σάν νά μετάνοιωσε γι’ αυτά πού σκεφτόταν.
Μόλις μπήκαν στην αυλή του μοναστηριού ο όσιος Γέροντας την φώναξε και της είπε:
-«Έλα, καλή νυφούλα, αυτό που έβαλες στο μυαλό σου βγάλτο.
Εδώ θα φέρεις το μωρό να το βαφτίσουμε».
Με δάκρυα κατόπιν διηγήθηκε:
“Πού τα ήξερε ο καλόγερος όλα αυτά που εγώ σκεφτόμουν στον δρόμο; “
Τό παιδί αυτό έγινε εύλογημένο.
Βαπτίσθηκε στο μοναστήρι, αλλά ο όσιος είχε τότε κοιμηθεί.
Ο πατέρας του παιδιού αυτού κτυπήθηκε από κεραυνό.
Τρυπήθηκε τό καπέλο του,
ή αλυσίδα που φορούσε στόν λαιμό του έλιωσε, όμως ο Σταυρός δεν έπαθε τίποτε και ο άνθρωπος σώθηκε.
Αργότερα ο Όσιος του είπε:
-«Ο Σταυρός που φορούσες, να ξέρεις, σε έσωσε από τον κεραυνό»
Την ευχή σας πατέρα Γεώργιε!!




