Ήταν ένα χωριό όμορφο, χωμένο μέσα στα αμπέλια και τις ελιές, λίγο πιο πέρα απ’ τα Βουρλά.
Οι Κιρκιτζέδες, το έλεγαν, κι’οι άνθρωποί του ήταν δουλευτάδες, ήσυχοι και περήφανοι.
Το καλοκαίρι μοσχοβολούσε βασιλικό κι ασβέστης και κάθε απόγευμα, μόλις έπεφτε ο ήλιος, οι γυναίκες έβγαζαν τα σκαμνάκια στην αυλή και μιλούσαν — για τα παιδιά, για τα προικιά, για το πότε θα ’ρθει ο γάμος της Μαρίας ή του Αντώνη.
Η Δέσπω ήταν δεκαεφτά χρονών τότε.
Είχε μάτια σαν το χρώμα του αμυγδαλιού και τραγουδούσε στη βρύση, κατεβαίνοντας κάθε πρωί με τη στάμνα της.
Εκεί τη γνώρισε ο Μανώλης, ο γιος του παπά.
Της χαμογέλασε κι’από τότε πήγαινε κάθε μέρα για «νερό» κι εκείνος, αν και το σπίτι του είχε πηγάδι.
Το καλοκαίρι του 1922, όλα άλλαξαν.
Οι φωνές των παιδιών σώπασαν, κι’οι άντρες μάζεψαν τα λίγα τους υπάρχοντα σε μπόγους. Οι Τούρκοι είχαν πια φτάσει κοντά και το χωριό ήξερε πως δεν είχε πια γυρισμό.
Το βράδυ της φυγής, η Δέσπω πήρε λίγο χώμα από την αυλή της, το ’βαλε σ’ ένα μαντήλι και το φύλαξε στον κόρφο της.
Χρόνια μετά, στη Νέα Ιωνία της Αθήνας, η Δέσπω έφτιαξε ξανά αυλή.
Φύτεψε βασιλικό και γιασεμί, κι όταν το αεράκι φυσούσε, έλεγε σιγανά:
«Μυρίζει Κιρκιτζές…»
Κανείς δεν τόλμησε να της το πει, μα όλοι ήξεραν πως, κάθε απόγευμα, έριχνε λίγο από εκείνο το παλιό χώμα στις ρίζες των λουλουδιών της.
Ήταν ο τρόπος της να ποτίζει τη μνήμη.”
Aπο την σελίδα: Εκμάθηση τουρκικής γλώσσας




