Η οριστική απελευθέρωση από τους Βούλγαρους έλαβε χώρα το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919.
Ο ελληνικός στρατός με τον Στρατηγό Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και την 9η Μεραρχία, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, ξεκινά από το Παρανέστι και περνώντας από τη Σταυρούπολη και τους Τοξότες, μπαίνει θριαμβευτικά στην πόλη της Ξάνθης στις 10:30 το πρωί. Επικεφαλής των στρατευμάτων ήταν ο Ξανθιώτης Ανθυπολοχαγός Μηχανικού, Γαβριήλ Λαδάς. Ο σημαιοφόρος Εύζωνας, Τσίκος Γεώργιος, από τα Πράμαντα Ιωαννίνων, υψώνει για πρώτη φορά την ελληνική σημαία στο ρολόι της πόλης.
Οι μουσουλμάνοι της Ξάνθης υποδέχτηκαν κι εκείνοι με ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό, καθαίρεσαν τον μουφτή που είχαν ορίσει οι Βούλγαροι και ζήτησαν να υπαχθούν στην ελληνική διοίκηση. Η Ξάνθη, έπειτα από 544 χρόνια τουρκικού ζυγού και βουλγαρικής κατοχής ήταν πάλι ελεύθερη και ελληνική.
Η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) θα σφραγίσει αυτήν την επιτυχία καθώς η Βουλγαρία υποχρεώνεται να παραχωρήσει στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων τη Δυτική Θράκη, χάνοντας οριστικά και την έξοδό της στο Αιγαίο. Η ωμή και βίαιη εθνοκάθαρση που άγγιξε τα όρια της γενοκτονίας και που εφαρμόστηκε σε βάρος των Ελλήνων, καθώς κι ο αθρόος εποικισμός Βουλγάρων, άλλαξαν ριζικά τον εθνογραφικό χάρτη της πόλης.
Ως τον Μάιο του 1920, στην Ξάνθη και στη Θράκη έχουμε μια περίοδο διασυμμαχικής κατοχής υπό γαλλική διοίκηση με την παρουσία της ελληνικής μεραρχίας που εγγυόταν την ασφάλεια του πληθυσμού. Παράλληλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Χαρίσιος Βαμβακάς στο διπλωματικό πεδίο δίνουν σκληρούς αγώνες, ώσπου να κατακυρωθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα.
Στις 14 Μαΐου 1920, ο ελληνικός στρατός με ορμητήριο την Ξάνθη απελευθερώνει και την υπόλοιπη Δυτική Θράκη. Η πλήρης ενσωμάτωση της Ξάνθης και όλης της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα επήλθε με τη Συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου 1920. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ο πληθυσμός ενισχύεται με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη).
Η Ξάνθη σήμερα είναι το εμπορικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής και ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της είναι η πολυπολιτισμικότητα και η αρμονική συνύπαρξη του χριστιανικού και του μουσουλμανικού στοιχείου. Ο συνδυασμός της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής µε την αύρα του μεγαλείου μιας άλλης εποχής, την αυθόρμητη φιλοξενία των κατοίκων αλλά και το μουσουλμανικό στοιχείο δημιουργούν ένα ψηφιδωτό που εντυπωσιάζει σε κάθε γωνιά. Βουνά και θάλασσα, Παλιά Πόλη και σύγχρονη ζωή, εκκλησίες και τζαμιά, διαφορετικές διάλεκτοι, όλα κινούνται μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Το 1974 ιδρύεται στην πόλη το Πολυτεχνείο του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και το 1976 ανασυγκροτείται το Δ’ Σώμα Στρατού με έδρα την Ξάνθη, τονώνοντας έτσι την περιοχή με φοιτητές και στρατιωτικούς που αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας της πόλης.
Η Ξάνθη επεκτάθηκε με τα χρόνια κυρίως δυτικά προς την περιοχή της Χρύσας και της Καλλιθέας, αλλά και προς τα νότια αυτής.
Η σύγχρονη πόλη αποτελεί πόλο έλξης για την καθημερινή ζωή. Καταστήματα, πλατείες, πάρκα, κέντρα διασκέδασης, καφέ, εστιατόρια, ταβέρνες κ.λπ., με υπέροχη αισθητική, ζαχαροπλαστεία με γλυκά τα οποία είναι γνωστά σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη με ιδιαίτερες γεύσεις όπως αυτή της καριόκας και του σαραγλί. Η διασκέδαση, άλλο ένα κομμάτι της καθημερινότητας, χαρακτηρίζεται έντονη καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, τόσο τους καλοκαιρινούς μήνες, όσο και τους χειμερινούς. Διαθέτει μια ξεχωριστή ζωντάνια και πολυχρωμία: στέκια νεολαίας, κινηματογράφοι, μπαράκια, κλαμπ κ.α.
Ο πολιτισμός και η παράδοση αποτελούν τα εντονότερα στοιχεία της πόλης και αυτό διαφαίνεται σε κάθε σημείο της: δεκάδες λαογραφικοί και καρναβαλικοί σύλλογοι κρατούν στα χέρια τους τον πολιτισμό και την παράδοση της πόλης.
