Στέλιος Καζαντζίδης… 29.08.1931-14.09.2001
«Μια μετανάστρια λέει: “Όταν φεύγαμε για την Γερμανία, αφήναμε τα παιδιά μας και παίρναμε μαζί μας τα όνειρά μας.
Όταν, πάλι, πηγαίναμε εκεί, τα μοιραζόμασταν μ’ αυτόν.
Ποιον; Τον Καζαντζίδη, ντε.
Και τα όνειρα και τον πόνο.
Κι’έτσι ο πόνος μας γινόταν πιο μικρός.
Μαλακώναμε, τα πήγαινε στα πέρατα με την φωνή του τα βάσανά μας και μάκραιναν και γύριζαν πίσω απαλά”.
Μια άλλη συνομιλήτρια, που μεγάλωσε στην Αυστραλία, θυμάται την μητέρα της, όταν γύριζε από το εργοστάσιο, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού ακούγοντας Καζαντζίδη, κλαίγοντας και νοσταλγώντας τους συγγενείς της και την Ελλάδα.
Η ίδια θυμάται ότι τραγούδια όπως το “Παπούτσι από τον τόπο σου” ήταν μεγάλα σουξέ μεταξύ των μεταναστών, συμβάλλοντας προφανώς στη συνοχή της κοινότητας και στην διατήρηση των εθνοτικών συνόρων.
Η επιρροή του Καζαντζίδη στους μετανάστες ήταν τρομερά ισχυρή!
Λεωνίδας Οικονόμου, «Στέλιος Καζαντζίδης. Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι».
«Δεν είχα συνειδητοιήσει ο ο Καζαντζίδης σταμάτησε να τραγουδάει στα κέντρα 34 ετών και δεν ήξερα το γιατί. Δεν ήξερα καθόλου την ζωή του, αυτή την περιπέτεια που διαμόρφωσε αυτή την προσωπικότητα. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος, καταγόταν από τα Κοτύωρα του Πόντου. Η μάνα του, Γεσθημανή, από την Αλάγια της Μικρασίας, από καλή οικογένεια, και βρέθηκε εδώ (σ.σ.: στη Νέα Ιωνία Αττικής) να πλένει σκάλες. Στον Εμφύλιο ο πατέρας του εντάχθηκε στην Επιμελητεία του Αντάρτη. Αυτό τον στιγμάτισε και έφτασαν να τον δείρουν πολύ άγρια στο Ροδώνα, ένα χωριό έξω από το Κιλκίς, όπου κατέφυγαν στην Κατοχή για να μπορούν να έχουν κάτι να φάνε. Αυτοί οι ξυλοδαρμοί έγιναν μπροστά στα μάτια του Στέλιου. Ενός 13χρονου παιδιού.
«Όταν, μια μέρα, ο μικρός Στέλιος πήγε – για να φέρει τρόφιμα στον άρρωστο πατέρα του – στο σπίτι ενός ξάδελφου, που ήταν οργανωμένος στην Αριστερά, τον θεώρησαν σύνδεσμό του και τον συνέλαβαν. Στα 14 όλα αυτά ήταν πολύ σκληρά. Χώρια μια αυταρχική μάνα, που αναγκαζόταν να δουλεύει πολύ. Όπως και ο ίδιος, που έκανε μέχρι τα 18 του χίλιες δουλειές. Πρώτα λουστράκι. Έπειτα, κουβάλαγε νερό ή πάγο ή καφάσια. Και κοιμόταν στην Ομόνοια γιατί δεν είχε λεφτά και δεν προλάβαινε να πάει στο σπίτι του, στη Νέα Ιωνία και να γυρίσει το πρωί, πάλι για δουλειά. Στην Ομόνοια θυμόταν ο ίδιος πως μια Πρωτοχρονιά η Μαρίκα Νίνου τους είχε φέρει τυρόπιτες… Από τη μια δουλειά στην άλλη μέχρι να βρει μια μόνιμη, σε υφαντουργείο.
Το πιο σπουδαίο που έκανε ήταν ότι πάλεψε όχι μόνον για να πληρωθεί ο ίδιος τα ποσοστά που του αναλογούσαν για τα τραγούδια του, αλλά και για όλους τους δημιουργούς.
«Το επέβαλε για όλους στην Columbia.
Γι’ αυτό έλεγε ο Ζαμπέτας πως είναι μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης και πρέπει να τον προσκυνάμε.
Δεν δούλεψε μόνον για την πάρτη του. Από την άλλη πλευρά, ήταν ένας νέος άνθρωπος που είχε και χιούμορ και ήταν και της παρέας και της πλάκας και του έρωτα.
Τον τελευταίο τον έπαιρνε πολύ σοβαρά. Και τους χωρισμούς και όλα τα βίωσε πολύ βαριά. Δεν νομίζω ότι φαντάστηκε πως στη συνέχεια θα είχε τόσες διαμάχες. Αυτό είχε σχέση με τον ίδιο. Αισθανόταν πάντα κυνηγημένος και αυτό είχε να κάνει με τα παιδικά και εφηβικά του βιώματα.
Χώρια ότι στην Ελλάδα είμαστε και όλους τους καλλιτέχνες που έχουν μεγάλη πορεία, είτε μια εταιρεία, είτε ένας παραγωγός, είτε κάποιος, τους κυνηγάνε.
Πόσο τους επηρεάζει αυτό εξαρτάται από το πώς το βιώνει ο καθένας.
«Η αίσθησή μου είναι πως ακόμη και στις μεγάλες του επιτυχίες αισθανόταν ότι ήταν αδικημένος. Και αυτό παρότι είχε συναίσθηση του μεγαλείου της φωνής του. Όπως έχει πει και ο Μίκης Θεοδωράκης, τέτοια φωνή θα ξαναβγεί σε χίλια χρόνια!»
Μιμή Ντενίση
