Γεννημένος στην Σκιαβονέα, ένα χωριουδάκι του Κοριλιάνο Καλάμπρο στην επαρχία της Κοζέντσα.
Ως παιδί, όταν οι βάρκες των ψαράδων επέστρεφαν στο λιμάνι, έμπαινε κρυφά για να βοηθήσει στο ξεφόρτωμα των κιβωτίων.
Ως ανταμοιβή, του άφηναν μερικά ψάρια που έτρεχε να πουλήσει στην πλατεία.
Την υπόλοιπη μέρα την περνούσε παίζοντας ποδόσφαιρο, αυτά τα καλοκαιρινά τουρνουά κάτω από τον καυτό ήλιο της Σκιαβονέα ήταν ατελείωτα.
Το μόνο που χρειάζονταν ήταν μια μπάλα και δύο δοχεία ντίζελ κλεμμένα από τους ψαράδες, για να λειτουργούν ως δοκάρια, για να νιώθεις σαν να ήσουν σε γήπεδο.
Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και πρώην επιθετικός στους ερασιτέχνες.
Η μητέρα του, νοικοκυρά.
Μεγάλωσε με δύο αδερφές, την Άιντα και την Φραντσέσκα, η τελευταία δυστυχώς έφυγε απο την ζωή το 2020 λόγω μιας σπάνιας ασθένειας, ήταν μόλις 37 ετών.
Στα 13 του χρόνια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καλαβρία για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει ποδοσφαιριστής, πρώτα στην Περούτζια, στην συνέχεια στην Γλασκώβη με τους Ρέιντζερς, έναν χρόνο στο Σαλέρνο και τέλος στη μακρά ιστορία με την Μίλαν, με την οποία κέρδισε στην Ιταλία, στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Στα 35 του αποφάσισε να ακολουθήσει την πορεία του ως προπονητής, η οποία μέχρι τώρα ήταν πάντα ανηφορική, ήταν σε συλλόγους που πέρασαν μεγάλες οικονομικές κρίσεις.
Συχνά έπρεπε να βάζει χρήματα από την τσέπη του, άλλες φορές έδινε τον μισθό του για να πληρώσει τους παίκτες και το προσωπικό.
Έχει δείξει ότι ξέρει πώς να φτιάχνει μια ομάδα, ότι είναι γενναιόδωρος, ότι βάζει πολύ πάθος και ότι έχει εξαιρετικές ανθρώπινες ιδιότητες, ακριβώς όπως ήταν ως ποδοσφαιριστής.
Ιδιότητες που ώθησαν την Ομοσπονδία να του εμπιστευτεί τον πάγκο της εθνικής ομάδας της Ιταλίας.
