Ένας Υπέρλαμπρος τρισχιλιετής Πολιτισμός έγινε πρόσφυγας…
Κυνηγημένος πέρασε τη θάλασσα, με βάρκα την κοινή ψυχή όσων κατάφεραν να σωθούν απ’ του Χάρου τα δόντια και να φτάσουν απέναντι… σακατεμένοι, απελπισμένοι, καμμένοι κι αποτεφρωμένοι… κι ας φαίνονταν στους άλλους ζωντανοί…
…Και πώς να ξαναφτιάξουνε ζωή, με τέτοια σύγκριση σκληρή, μετά από μια ζωή παραμυθένια, τόσο γλυκειά και τρυφερή, τόσο ζεστή, συλλογική, χαρμόσυνη, μυριόχρωμη! Οι ονειρεμένοι τόποι που γεννήθηκαν, σβήστηκαν απ’ το χάρτη… Μαζί τους αφανίστηκαν αγάπες τρυφερές, όνειρα, σχέδια κι αλησμόνητες χαρές… Απ’ άλλους τα παιδάκια τους, γονείς, αδέρφια, αγαπημένοι συγγενείς… Κι απ’ άλλους, έρωτες μεγάλοι, ή κι από φίλους της καρδιάς δεν έμεινε κανείς…
Ποιος πόνος και ποιος σπαραγμός ήτανε πιο μεγάλος: Για τους νεκρούς ή για τους αγνοούμενους; Ή μήπως για τους ζωντανούς που μόνο η σκια τους επιζούσε; Αυτή η πάμπτωχη σκιά που χίλιους εξευτελισμούς, αφορισμούς κι αποκλεισμούς, υπέστη με το ”καλημέρα” στη χώρα αυτή που, απ’ την απέναντι ακτή σαν την αγνάντευε, την έλεγε ”Μητέρα”…
Υπήρχε μόνο η κοινή τους η ψυχή, αυτή η μεγάλη βάρκα, που πέρασε απέναντι τέτοιον Πολιτισμό… και τον ξεμπάρκαρε άθικτο, ακμαίο, ζωντανό… Εκείνη αλήθεια, όρθιους τους κρατούσε! Κι ο λαμπερός Πολιτισμός, που κράταγε πεισματικά ανέσπερο το φως, όπως έκανε πάντα… κι έζησε αιώνες τριάντα!
Από αυτούς τους τριάντα αιώνες κρατηθήκανε… και κοίταξαν τη μοίρα τους κατάματα, περήφανα! Και αγωνίστηκαν σκληρά να ορθοποδήσουν, να αποκτήσουνε δουλειά, να έχουν ένα μεροκάματο να ζήσουν… Η προκοπή κυλούσε πάντα μες στο αίμα τους κι έτσι, σιγά-σιγά, συγυριστήκανε και πήρανε τ’ απάνω τους κι απ’ την αρχή χτίσαν ζωή και νοικοκυρευτήκανε…
Και στην πορεία έλαμψαν κι ανέβηκαν και διέπρεψαν, σε όλους τομείς που ασχολήθηκαν! Έλληνες της Ανατολής… Και της Ελλάδας και του Κόσμου -αν ξενιτεύτηκαν- αλλάξανε το χρώμα! Μ’ έναν λαμπρό ελληνικό Πολιτισμό, αιώνιο, κλασσικό, διαχρονικό… οπου, σε πείσμα των καιρών, φεγγοβολάει ακόμα.
Κείμενο: Ματίνα Παπαγεωργίου




