Είναι δύσκολο για έναν ποδοσφαιρόφιλο να προσαρμοστεί σε μια καθημερινότητα που δεν περιλαμβάνει τον Ρονάλντο.
Κυρίως γιατί τόσα χρόνια έχουμε μάθει να τρέφουμε την αίσθηση πως βρίσκεται τριγύρω μας.
Ικανός να πραγματοποιήσει ένα αξέχαστο χατ-τρικ κόντρα στην καλύτερη άμυνα του κόσμου και την αμέσως επόμενη στιγμή να εξαφανιστεί ξανά λόγω τραυματισμών ή κακών εξωγηπεδικών επιρροών.
Όπως και να ’χει, είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το «Φαινόμενο» Ρονάλντο.
Έχει πολλές προεκτάσεις, πολλούς αστερίσκους, πολλές διακρίσεις και πολλές άτυχες στιγμές.
Και ποια πτυχή της ζωής του να πρωτοξεχωρίσει κανείς άραγε; Το ταλέντο του; Την επίδραση που είχε στο μάρκετινγκ; Τις προσδοκίες που υπήρχαν προς το πρόσωπό του; Τις μεταγραφές του; Την πολυσυζητημένη ερωτική του ζωή; Δεν είναι εύκολο. Και ο λόγος που δεν είναι εύκολο, είναι διότι ολόκληρη η πορεία του αποτέλεσε μια ιστορία νεκρανάστασης, ακροβατώντας στα επικίνδυνα διαχωριστικά όρια της καθιέρωσης και της απαξίωσης, της αποθέωσης και της ισοπέδωσης, του θαυμασμού και του σαρκασμού.
Ήταν λες και ο ίδιος επεδίωκε σε κάθε διαφορετική φάση της καριέρας του να μας υπενθυμίζει πως είναι ικανός για το καλύτερο (εντός αγωνιστικών χώρων) και για το χειρότερο (εκτός αγωνιστικών χώρων). Όμως κι εμείς ποτέ δεν πρόκειται να είμαστε απολύτως δίκαιοι απέναντί του. Όχι, αν δε φροντίσουμε πρώτα να απομονώσουμε λίγα-λίγα τα στοιχεία τόσο της ποδοσφαιρικής του υπόστασης όσο και της προσωπικότητάς του.
Το εγχείρημα είναι δύσκολο, όμως αξίζει να το επιχειρήσουμε. Στην τελική, πάνω απ’ όλους εμείς οι ίδιοι οφείλουμε να δικαιολογήσουμε το προσωνύμιο «Φαινόμενο» που του αποδώσαμε…
Ρονάλντο, ο ποδοσφαιριστής
Θα ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα. Ο ποδοσφαιριστής Ρονάλντο που αντικρίσαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν κάτι εκτός λογικής. Η ταχύτητα, η εκρηκτικότητα, η κορμοστασιά, οι θεαματικές ντρίμπλες, η έφεση στο γκολ, οι σπάνιας σύλληψης ενέργειες, ήταν μερικά μόνο από τα στοιχεία που τον έκαναν να ξεχωρίζει.
Ας θυμηθούμε λίγο τον Ρονάλντο της Αϊντχόφεν (1994-1996), της Μπαρτσελόνα (1996-1997) και της πρώτης του χρονιάς στην Ίντερ (1997-1998) και ας διαπιστώσουμε στο μέτρο του δυνατού τί ήταν αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μας τότε. Ο Ρονάλντο, λοιπόν, της τετραετίας που μεσολάβησε ανάμεσα στο Μουντιάλ της Αμερικής και στο αντίστοιχο της Γαλλίας (1998) ήταν χάρμα ιδέσθαι. Ένας παίκτης εφάμιλλος σε κλάση με τους Πελέ και Μαραντόνα, διότι είχε όλο το πακέτο. Κέρδιζε ματς μόνος του προσφέροντας πλούσιο θέαμα όπως ο Ντιέγκο και την ίδια στιγμή ήταν ικανός να ξεχωρίσει μέσα σε μια ομάδα παικταράδων όπως ο Πελέ.
Κανείς, μα κανείς παίκτης απ’ όσους εμφανίστηκαν ύστερα από τον Ρονάλντο δεν είχε τόσο άφθονο και τόσο προφανές ταλέντο. Ίσως μόνο ο Ροναλντίνιο.
Όμως ο Ρονάλντο; Ο Ρονάλντο ήταν ένα καθαρόαιμο που με το που ξεχύθηκε στο χορτάρι άρχισε να οργιάζει. Και το καλύτερο ήταν πως πέρα από το ταλέντο τότε είχε και την όρεξη. Ακόμα και στην Ίντερ στον πρώτο του χρόνο έδειχνε σημάδια εξέλιξης και βελτίωσης προσθέτοντας ακόμα και τις εκτελέσεις φάουλ στο ήδη πλούσιο επιθετικό του ρεπερτόριο.
Τέτοιο ήταν το μεγαλείο του ποδοσφαιριστή Ρονάλντο που ακόμα και στη χειρότερη φάση της καριέρας του (στον 1,5 χρόνο σχεδόν που αγωνίστηκε με τη φανέλα της Μίλαν) ήταν ικανός να σκοράρει 9 γκολ σε 20 ματς. Φαινόμενο…
Ρονάλντο και παραγωγικότητα
Εικάζεται πως οι αριθμοί δε λένε όλη την αλήθεια, πράγμα που στην περίπτωση του γεννημένου τον Σεπτέμβριο του 1976 Βραζιλιάνου σούπερ-σταρ επαληθεύεται και με το παραπάνω. Διότι απλούστατα με τη γλώσσα της στατιστικής, ο Ρονάλντο σε καμία φάση της καριέρας του δεν έπαψε να είναι παραγωγικός. Ντεφορμέ ή όχι, τον δρόμο για τα αντίπαλα δίχτυα πάντοτε τον έβρισκε.
Αν πιάσουμε το «χρυσό» διάστημα 1993-1998 και τις επιδόσεις του στα εγχώρια πρωταθλήματα, αναμφισβήτητα θαμπωνόμαστε. Με την Κρουζέιρο (1993-1994) είχε 12 γκολ σε 14 αγώνες του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος. Με την Αϊντχόφεν (1994-1996) είχε 54 γκολ σε 57 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις. Με την Μπαρτσελόνα σκόραρε 47 φορές σε 49 αγώνες που φόρεσε τα χρώματα των Καταλανών. Με την Ίντερ είχε 59 τέρματα σε 99 ματς συνολικά. Με τη Ρεάλ Μαδρίτης ο αντίστοιχος αριθμός είναι 104 γκολ σε 177 αγώνες. Ακόμα και με τη Μίλαν και την Κορίνθιανς που αποτέλεσαν τους τελευταίους σταθμούς της καριέρας του είχε 9 γκολ σε 20 ματς στην πρώτη περίπτωση και 35 γκολ σε 69 αγώνες στη δεύτερη. Τουτέστιν, με εξαίρεση τη Μίλαν, ο Ρονάλντο σε οποιαδήποτε ομάδα κι αν αγωνίστηκε σκόραρε παραπάνω από μια φορά στους δυο αγώνες, ενώ συνολικά η παραγωγικότητά του ξεπερνάει τα δυο γκολ ανά τρεις αγώνες! Με την Εθνική Βραζιλίας δε, τα ίδια: 62 γκολ σε 97 αγώνες.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μα φυσικά αυτό που σημειώσαμε παραπάνω. Πως δηλαδή ο Ρονάλντο ουσιαστικά ποτέ δεν έπαψε να είναι παραγωγικός. Μπορεί να απουσίαζε από αγώνες λόγω τραυματισμών ή κακής εξωγηπεδικής ζωής, όμως όποτε έδινε το «παρών» ήταν ικανός ανά πάσα στιγμή να βρει δίχτυα. Κι εκεί έγκειται η μοναδικότητά του.
Ρονάλντο και διακρίσεις
Σε ατομικό επίπεδο, το «έλα να δεις»! Τρεις φορές Καλύτερος Ποδοσφαιριστής στον Κόσμο (1996, 1997, 2002), δυο φορές κάτοχος της Χρυσής Μπάλας (1997, 2002), κάτοχος του Χρυσού Παπουτσιού για τον κορυφαίο σκόρερ στην Ευρώπη (1996-1997), δυο φορές πρώτος σκόρερ του ισπανικού πρωταθλήματος (1997, 2004) και μια φορά πρώτος σκόρερ του ολλανδικού πρωταθλήματος (1994-1995), συνιστούν τις πιο αξιομνημόνευτες-μεταξύ άλλων-ατομικές διακρίσεις του.
Περισσότερο και πάνω από όλα όμως αυτό που τον κάνει περήφανο είναι τα 15 γκολ που έχει πετύχει σε Μουντιάλ.
Και η κατάκτηση του τίτλου του πρώτου σκόρερ (με 8 γκολ) στο Μουντιάλ του 2002 ήταν το λιγότερο από τα κατορθώματά του, καθώς ο Βραζιλιάνος σε εκείνο το μαγικό για τον ίδιο καλοκαίρι αναδείχτηκε συν τοις άλλοις Πολυτιμότερος Παίκτης της διοργάνωσης, σκοράροντας δυο γκολ στον τελικό ενάντια στη Γερμανία και οδηγώντας έτσι τη «σελεσάο» στην κατάκτηση του πολυπόθητου τροπαίου.
Αυτή του η επιτυχία, ήτοι η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, προφανώς και χρεώνεται ως η σημαντικότερη διάκριση από ομαδικούς τίτλους. Όχι ότι ο Βραζιλιάνος δεν έχει να επιδείξει και άλλες επιτυχίες σε ομαδικό επίπεδο. Με την Μπαρτσελόνα κατέκτησε το πάλαι ποτέ Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, το Κύπελλο Ισπανίας και το ισπανικό Σούπερκαπ. Με την Ίντερ στην πρώτη του χρονιά σήκωσε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Με την Ρεάλ κατέκτησε το πρωτάθλημα της περιόδου 2002-2003 (σ.σ. βρισκόταν στο ρόστερ της ομάδας που κατέκτησε τον τίτλο και το 2007, όμως ήταν παροπλισμένος από τον Φάμπιο Καπέλο και στα τέλη Γενάρη μεταγράφηκε στη Μίλαν) και το Σούπερκαπ το 2003. Φυσικά ήταν παρών και στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας που αναδείχτηκε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια το 1994, όμως ο ίδιος δεν είχε συμμετοχή σε αυτό. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το μόνο απωθημένο που θα μπορούσε να έχει μείνει στο «Φαινόμενο» φυσικά δε θα μπορούσε να είναι άλλο από το Τσάμπιονς Λιγκ. Την περίοδο 2002-2003 με τη Ρεάλ Μαδρίτης έφτασε κοντά (ημιτελικά), αλλά αποκλείστηκε από τη Γιουβέντους. Και να φανταστεί κανείς ότι στον προηγούμενο γύρο ο Ρονάλντο είχε δώσει μια εκπληκτική παράσταση ενάντια στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ όντας ο πρώτος παίκτης στα χρονικά της διοργάνωσης που σκόραρε χατ-τρικ μέσα στο Ολντ Τράφορντ ενάντια στους «κόκκινους διαβόλους». Ύστερα από το Μουντιάλ του 2002, αυτή ήταν η πιο τρανή απόδειξη πως το «Φαινόμενο» είχε πλέον επιστρέψει.
Ρονάλντο και μεταπτώσεις…
Όπως αναφέρθηκε, ο καλύτερος και αυθεντικότερος Ρονάλντο που είδαμε ποτέ ήταν αυτός της τετραετίας 1994-1998. Κι αυτό, γιατί μέχρι εκείνο το σημείο αφενός η πορεία του ήταν σταθερά ανοδική, αφετέρου η καριέρα του εξελισσόταν οδηγώντας τον από τη μια διάκριση στην άλλη. Μέχρι που φτάσαμε στο Μουντιάλ του 1998… Αυτό ήταν το σημείο τομής, απ’ όπου ξεκίνησε το πρώτο στάδιο της πτώσης του Βραζιλιάνου. Κάτι η ήττα της Βραζιλίας με το βαρύ 3-0 στον τελικό από τη Γαλλία, κάτι η μέτρια εμφάνιση του ίδιου, κάτι το περιστατικό υγείας που αντιμετώπισε λίγο πριν απ’ τον τελικό, αποτέλεσαν όλα μαζί αφορμή για να ξεκινήσει ο Τύπος για πρώτη φορά στα χρονικά να τον κατακρίνει.
Από το 1998 και μετά, λοιπόν, το «Φαινόμενο» άρχισε να δέχεται δριμεία κριτική από τους πάντες, βλέποντας την καριέρα του να παίρνει την κατιούσα. Και μέχρι το 2002 τα διαδοχικά προβλήματα τραυματισμών που αντιμετώπιζε, σε συνδυασμό με τις φήμες για κακή εξωγηπεδική ζωή, τον οδήγησαν σε αγωνιστική ανυποληψία. Διότι ναι μεν οι πάντες εξακολουθούσαν να σέβονται το ταλέντο του όμως ελάχιστοι πίστευαν πως ύστερα από τόσες διαδοχικές αναποδιές κι εγχειρήσεις θα μπορούσε ξανά να γίνει ο ίδιος παίκτης. Και όντως ο Ρονάλντο από το σημείο εκείνο και μετά δεν επέστρεψε ποτέ στα επίπεδα του θεματικού εκρηκτικού στράικερ που είχαμε γνωρίσει. Την ίδια ώρα, όμως, δεν ήταν και τελειωμένος όπως πολλοί πίστευαν το καλοκαίρι του 2002. Με τις μετοχές του να βρίσκονται στο κατώτερο σημείο διαχρονικά από τότε που ξεκίνησε να παίζει μπάλα, το «Φαινόμενο» πραγματοποίησε ένα ονειρικό Μουντιάλ κατακτώντας το Παγκόσμιο Κύπελλο με τη Βραζιλία και σκοράροντας κατά βούληση ακόμα και στον τελικό (2 γκολ).
Κάποιοι μίλησαν για ολική επαναφορά του χαρισματικού σούπερ-σταρ και όντως ο Ρονάλντο της τριετίας 2002-2005 συγκαταλέχθηκε ξανά ανάμεσα στους κορυφαίους παίκτες του κόσμου, σκοράροντας με θαυμαστή συνέπεια για λογαριασμό της «βασίλισσας». Όμως από το 2005 και μετά ο Βραζιλιάνος άρχισε ξανά να προβληματίζει κόσμο. Η φυσική του κατάσταση βρισκόταν σε μετριότατο επίπεδο, το πρόβλημα με τα περιττά κιλά άρχισε να γίνεται όλο και πιο προφανές, οι τραυματισμοί επανήλθαν στο προσκήνιο και η παραγωγικότητά του το 2006 έπεσε σε επίπεδα ασυνήθιστα για τα μέχρι τότε δεδομένα του (λιγότερα από 20 γκολ σε λιγότερους από 30 αγώνες απ’ την ημέρα που φόρεσε τη φανέλα της Ρεάλ). Επιπλέον, η άφιξη του Ρούουντ Φαν Νίστελροϊ στην επιθετική γραμμή κρούσης των «γκαλάκτικος» και του Φάμπιο Καπέλο στον πάγκο δε βοήθησαν καθόλου. Ο Ρονάλντο βρέθηκε εκτός ομάδος το 2007, αδυνατώντας να πάρει ακόμα και την παραμικρή ευκαιρία. Το αποτέλεσμα ήταν να προπονείται-όποτε προπονιόταν-αρχικά μαζί με τον Ντέιβιντ Μπέκαμ (ο οποίος την ίδια περίοδο βρισκόταν επίσης στη «μαύρη λίστα» του Ιταλού προπονητή εξαιτίας της επικείμενης μεταγραφής του στους Λος Άντζελες Γκάλαξι) κι εν συνεχεία μόνος του. Απ’ το σημείο αυτό και μετά ήταν πλέον γεγονός: οι μετοχές του Ρονάλντο αντιστρόφως ανάλογα με το βάρος του είχαν πέσει. Και δεν υπήρχε περίπτωση να ανέβουν ποτέ ξανά, όσο κι αν η Μίλαν και η Κορίνθιανς ήθελαν να πιστεύουν το αντίθετο.
Ρονάλντο και μεταγραφές
Για μια περίοδο το όνομά του ακουγόταν ακόμα και για ελληνικές ομάδες ιδίως το καλοκαίρι του 2006 όταν οι εγχώριες εφημερίδες είχαν… λυσσάξει να γράφουν πως ο Ριβάλντο έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του προκειμένου να τον πείσει να έρθει προς τα μέρη μας.
Φευ… Αυτό ήταν όνειρο, απατηλό, άλλωστε όπως αποδείχτηκε στην πράξη ο Ρονάλντο, σε ό,τι έχει να κάνει με την καριέρα του στα ευρωπαϊκά γήπεδα, πάντοτε ήταν πολύ «εκλεκτικός» στις επιλογές του. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι αγωνίστηκε στις δυο κορυφαίες ομάδες της Ισπανίας (Μπαρτσελόνα, Ρεάλ Μαδρίτης) και στις δυο από τις τρεις-η Γιουβέντους είναι η τρίτη-κορυφαίες ομάδες της Ιταλίας (Ίντερ, Μίλαν); Φυσικά, καθόλου τυχαίο…
Σε κάθε ενδεχόμενο, από τους συλλόγους της «Γηραιάς Ηπείρου» που είχαν την τιμή να φιλοξενήσουν το «Φαινόμενο» στο ρόστερ τους μόνο η Αϊντχόφεν (που αποτέλεσε και τον πρώτο του ευρωπαϊκό προορισμό από το 1994 μέχρι το 1996) δεν υπαγόταν στην κατηγορία των λεγόμενων «μεγαθηρίων» και για την επιλογή του αυτή υπήρχε σοβαρός λόγος.
Βλέπετε, ο Ρονάλντο ύστερα από το Μουντιάλ του 1994 αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή του μεγάλου Ρομάριο όσον αφορά τη μεταγραφή του και ο τελευταίος του υπέδειξε ως τον πλέον ιδανικό προορισμό την ολλανδική ομάδα, απ’ τους κόλπους της οποίας είχε περάσει και ο ίδιος για μια πενταετία προτού μετακομίσει στη Βαρκελώνη για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα.
Από κει και πέρα, ο Βραζιλιάνος έχει να το λέει πως πραγματοποίησε την πρωτοτυπία να βιώσει και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές την αντιπαλότητα μεταξύ δυο «αιωνίων» αντιπάλων σε καθένα από τα δυο πρωταθλήματα (La Liga και Serie A) που αγωνίστηκε, τινάζοντας μάλιστα στο διάστημα 1996-2002 τρεις φορές την μπάνκα στον αέρα: η μετακίνησή του στην Μπαρσελόνα στοίχισε κοντά στα 15 εκατομμύρια ευρώ, από κει η μετακόμισή του στην Ίντερ ξεπέρασε τα 20 εκατομμύρια ευρώ, ενώ τέλος η μεταγραφή του στη Ρεάλ κοστολογήθηκε σε περισσότερα από 35 εκατομμύρια ευρώ. Κοινώς, λεφτά με τη σέσουλα για έναν παίκτη που είχε ταλέντο με τη σέσουλα.
Ρονάλντο και Εθνική Βραζιλίας
Περίεργη σχέση με σκαμπανεβάσματα, όπως άλλωστε ισχύει με τα πάντα στη ζωή και στην καριέρα του Βραζιλιάνου. Η ωμή αλήθεια είναι πως στο συγκεκριμένο θέμα η κοινή γνώμη τον αδικεί.
Τον αδικεί επειδή το 2002 το πήρε κυριολεκτικά μόνος του. Και τον αδικεί διότι στην τελική σε όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα που συμμετείχε η απόδοσή του δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά κάτω του μετρίου. Το 1998 είχε τέσσερα γκολ και τρεις ασίστ και ήταν ο κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης μέχρι τον τελικό, ενώ ακόμα και το 2006 με τα εμφανή παραπανίσια κιλά στο σώμα του σκόραρε 3 γκολ και ώρες-ώρες έμοιαζε να παλεύει μόνος του μέσα στο γήπεδο.
Στην αντίπερα όχθη όμως, κάτι η πολυσυζητημένη και αινιγματική αδιαθεσία του (κάποιοι κάνουν λόγο ακόμα επιληπτική κρίση) λίγο πριν από τον τελικό του 1998 στον οποίο ήταν κάκιστος, κάτι η γενικότερη μετριότητα μιας απ’ τις χειρότερες ομάδες-σε απόδοση-της Βραζιλίας το 2006, οδήγησαν τους ιστορικούς του ποδοσφαίρου στο σημείο να τοποθετήσουν διάφορους «αστερίσκους» δίπλα στο όνομά του. Αλλά είπαμε. Η ωμή αλήθεια είναι ο πως ο Ρονάλντο είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες, τόσο σε ταλέντο όσο και σε απόδοση, που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα με το εθνόσημο. Και αντικειμενικά μόνο ο Πελέ έχει το δικαίωμα να παινευτεί πως είχε συνολικά μεγαλύτερη προσφορά από αυτόν στην Βραζιλία!
