“Στην αρχή της προεδρίας του, ο Μοράτι είχε διαπραγματευτεί με τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον την αγορά δύο παικτών.
Και αν για τον Καντονά δεν έγινε τίποτα, για τον δεύτερο παίκτη η διαπραγμάτευση είχε αίσιο τέλος.
Το 1995 ο Paul Ince έφτασε στο Μιλάνο, παρουσιάζοντας δειλά δειλά τον εαυτό του με ένα καπέλο του μπέιζμπολ, φοβούμενος ότι δεν θα εκτιμηθεί από τους οπαδούς της Ίντερ.
Ένας κόσμος που αντίθετα με αυτό που πίστευε, τον ερωτεύτηκε.
Ήταν αδύνατο να μην ερωτευτείς έναν παίκτη που θυσιάζονταν για τους συμπαίκτες του, που πάλευε σαν λιοντάρι και που, και που στις διεκδικήσεις σχεδόν πάντα έβγαινε με την μπάλα στην κατοχή του.
Μετά από μια περίοδο εγκλιματισμού επέστρεψε σε αυτό που στο Μάντσεστερ είχε γίνει “ο κυβερνήτης” για το χάρισμα και την ηγεσία.
Ο Ινς έμεινε δύο χρόνια στην Ίντερ και αυτή η φανέλα, παρέμεινε στην καρδιά του.
Επίσης από την Ιταλία ο Άγγλος είχε πάντα καλές αναμνήσεις .
Εκεί έπαιξε έναν από τους σημαντικότερους αγώνες του .
Το Ιταλία-Αγγλία που έγινε στη Ρώμη το ’97.
Εκείνη την ημέρα ο Ince έπαιξε με το περιβραχιόνιο του αρχηγού (ο πρώτος μαύρος παίκτης στην ιστορία της Αγγλίας) και με έναν επίδεσμο στο κεφάλι για να καλύψει ένα κόψιμο που αιματοκύλισε και τη φανέλα του.
Για να γίνει ακόμα πιο αξέχαστο εκείνο το παιχνίδι , ήρθε το σχόλιο του Gascoigne
“Είδατε τον Ince στον αγωνιστικό χώρο με επίδεσμο στο κεφάλι; Έμοιαζε με ένα ποτήρι Guinness”.
Στις 21 Οκτωβρίου του 1967 γεννήθηκε ο Paul Ince