ΑρχικήΠοδοσφαιροΜατίας Αλμέιντα, πολύ σκληρός για να τα παρατήσει

Ματίας Αλμέιντα, πολύ σκληρός για να τα παρατήσει

“Στη σκιά και στο φως”
(από την αυτοβιογραφία του Ματίας Αλμέιδα “Αlma Y Vida”)
Κοίταξέ τον στα μάτια. Είναι αυτός; Είναι εσύ; Είσαι εσύ;
Κοίταξέ τον καλά. Τον γνωρίζεις;
Κοίταξέ τον ξανά. Σου θυμίζει κάτι;
Κοίταξέ τον επίμονα. Ξυπνάει αναμνήσεις;
Κοίταξέ τον λοξά; Μοιάζει οικείος;
Ναι. Όχι. Μπορεί. Δεν μπορώ να καταλάβω. Έχω μπερδευτεί.
Μα, ποιον κοιτάζεις τόση ώρα; Τον εαυτό σου; Το είδωλό σου; Κάποιον ξένο; Τη φωτογραφία; Ή μήπως τον αργό θάνατο που επιλέγεις και σε επιλέγει κάθε πρωί;
Μπορείς να καταλάβεις τη διαφορά;
«Όταν πέφτεις σε κατάθλιψη δεν είσαι πια ο εαυτός σου.

Δεν εκτιμάς τον άνθρωπο που είναι δίπλα σου.

Δεν εκτιμάς τίποτα. Κλειδώνεις. Δεν αγαπάς τον εαυτό σου.

Έχεις την τάση για αυτοκαταστροφή.

Έπινα.

Το ασθενοφόρο ήρθε δύο φορές στο σπίτι να με πάρει.

Αντιλαμβανόμουν ότι ήταν λάθος, αλλά δεν είχα τη δύναμη να το σταματήσω.

Ένιωθα καλά μόνο όταν ξάπλωνα.

Όταν ξάπλωνα και έκλεινα τα μάτια μου».
Ποιος ξέρει τι γινόταν εκείνες τις ώρες;

Μπορεί να ήταν ξανά 15 ετών, όταν ένιωθε ότι όλες οι θυσίες του κόσμου αξίζουν για το όνειρο της Ρίβερ Πλέιτ.

Όταν μοιραζόταν ένα μπάνιο και μια κουζίνα με άλλα 25 άτομα και έβλεπε τις προμήθειες που του έστελνε η μητέρα του να εξαφανίζονται μέσα σε μια μέρα από το ψυγείο.

Πόσο σκληραίνεις μέσα σου όταν σου κλέβουν το μόνο απόθεμα που έχεις;

Μπορεί να γινόταν πιο μικρός.

Οκτώ χρονών, όταν περίμενε τη σειρά του πίσω από τις μεγαλύτερες αδερφές του για να πάει στο μπάνιο, όταν έπρεπε να βγάλει όλη τη χρονιά και για όλες τις δραστηριότητες με ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια.

Κι αν το έσκιζε;

Όταν το παπούτσι τρυπούσε;

Έπαιρνε τα σανδάλια της αδερφής του.

Μπορεί να ήταν μεγαλύτερος.

23 ετών όταν γινόταν η ακριβότερη μεταγραφή Αργεντινού ποδοσφαιριστή και έβλεπε 12.000 κόσμου να τον περιμένει στην παρουσίασή του στη Σεβίλλη.

Για να του δώσουν παπούτσια νούμερο 44 και να μην μπορεί να κάνει ένα κοντρόλ… «Ουουουουουου», να φωνάζει ο κόσμος.

Εκεί, τα μάτια άνοιγαν.
Ποιος είμαι; Πού είμαι;
«Κάποια στιγμή άρχισα να παθαίνω κρίσεις πανικού και ένιωθα ότι πέθαινα.

Αισθανόμουν σα να υπάρχει κάτι ζωντανό μέσα στο σώμα μου, σα να με γαργαλάει κάτι από μέσα προς τα έξω.

Έφευγα με το αυτοκίνητο. Δεν άντεχα. Σταματούσα. Έκανα διατάσσεις μήπως και φύγει. Ήθελα να τα σπάσω όλα.

Ήταν κάτι που ερχόταν από μέσα μου. Δεν ήμουν εγώ.

Η οικογένειά μου και οι φίλοι μου με συμβούλευαν να πάω σε θεραπεία. Αρνιόμουν.

Πίστευα ότι έχω τη δύναμη το ξεπεράσω μόνος μου».
Γιατί να μην το ξεπεράσεις;

Είσαι δυνατός. Είσαι άντρας, διάολε.

Στη Ρώμη έκανες μαθήματα πυγμαχίας, από παιδί έβλεπες όλους τους αγώνες μποξ με τον μπαμπά σου, η Ρίβερ Πλέιτ σε απέρριψε τρεις φορές κι εσύ πάντα γυρνούσες πίσω καλύτερος – μέχρι που τους έπεισες.

Έπαιξες στην Λάτσιο, στην Πάρμα, στην Ίντερ, κατέκτησες το Scudetto, το Λιμπερταδόρες, πρωταθλήματα στην Αργεντινή, Ολυμπιακό μετάλλιο, έπαιξες σε Μουντιάλ, αναδείχθηκες κορυφαίος παίκτης του ιταλικού πρωταθλήματος.

Αδερφέ, μέχρι και ο Έντγκαρ Ντάβιντς σε περίμενε για να σου δώσει το χέρι του.
Ποιον κοροϊδεύεις; Δεν είσαι τίποτα. Τίποτα ποτέ δεν ήσουν.

Μια μπάλα ήξερες μόνο να κλωτσάς…
«Σταμάτησα να παίζω ποδόσφαιρο και κατάλαβα ότι δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή.

Κι’αναρωτιέμαι…

Γιατί δεν προετοιμάζει κανείς τους παίκτες για αυτό;

Γιατί δεν μας προετοίμασε κανείς για την κανονικότητα.

Στο ποδόσφαιρο σε κρίνουν για τα πάντα. Διαρκώς.

Αν κάνεις ένα αστείο, αν βγήκες έξω, αν έκλαψες, αν τραγούδησες, αν δεν τραγούδησες. Είναι τρομακτικό.

Σου λένε συνέχεια ότι το μόνο που κάνεις είναι να κλωτσάς μια μπάλα.

Σε χρησιμοποιούν.

Σε έχουν χρησιμοποιήσει σε όλη σου τη ζωή και το αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν έχεις σταματήσει.

Κανείς δεν σε καταλαβαίνει.

«Γιατί παραπονιέσαι; Έχεις τα πάντα».

Αυτό θα σου πουν.

Όμως δεν είναι θέμα αν έχεις ή δεν έχεις τα πάντα.

Είναι ότι δεν έχεις πια όνειρα.

Βρίσκεσαι από μια κατάσταση υπερκινητικότητας στην αδράνεια.

Όταν σταματάς να παίζεις, σταματάς να έχεις όνειρα».
Όνειρα; Πόσο εγωιστής είσαι;

Γύρισες τον κόσμο, έβγαλες λεφτά, εκεί που κάποτε πουλούσες κάρβουνο για να μπορέσεις να πας ημερήσια εκδρομή με το σχολείο τώρα σχεδίαζες ταξίδια στην Disney, είχες μια σύζυγο που σε λάτρευε, τους γονείς σου που δεν έλειψαν ποτέ από το πλευρό σου, τη γιαγιά Τερέζα που τα έβαζε με το Χριστό κάθε φορά που έκανες λάθος πάσα, τις ανιψιές σου, τις κόρες σου. Τις κόρες σου. Τις κόρες σου. Τη Σοφία, την Αζούλ και τη Σερένα.

Τις κόρες σου, που σε έβλεπαν να αποσυντίθεσαι, να εξαϋλώνεσαι.

Πόσο εγωιστής είσαι; Ήσουν;
«Η μεγάλη μου κόρη άρχισε να έχει προβλήματα στο σχολείο.

Ήταν νευρική και αφηρημένη.

Μας κάλεσαν και έκαναν μια ψυχολογική διάγνωση.

Της ζήτησαν να ταυτίσει κάθε μέλος της οικογένειας με ένα ζώο.

Εγώ ήμουν ένα γερασμένο λιοντάρι, που ήταν πάντα στενοχωρημένο και παρατημένο.

Αυτό με σκότωσε.

Να με βλέπει έτσι το παιδί μου;

Σκέφτηκα τη ζημιά που κάνω σε εκείνες και αποφάσισα να ξεκινήσω θεραπεία.

Μου συνταγογράφησαν αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά φάρμακα.

Άρχισα να βγαίνω από την τρύπα που νόμιζα ότι ποτέ δε θα κατάφερνα να αποδράσω».
Απόδραση, ε;

Η Σοφία σε ζωγράφισε σαν ένα γερασμένο, αποκαμωμένο λιοντάρι και η Κλαρίτα σου έδειξε τι σημαίνει να έχεις πάθος για ζωή.

Εξάλλου, εσύ αποφάσισες να σταματήσεις στα 31 σου χρόνια, δε σε εξώθησε κανείς.

Εσύ έκανες την επανάστασή σου ή για την ακρίβεια συνέχισες την επανάσταση που έκανες σε όλη σου την καριέρα.

Έφταιγαν οι μάνατζερ, έφταιγαν οι προπονητές, έφταιγαν οι διοικήσεις, έφταιγαν οι δημοσιογράφοι, έφταιγε το κύκλωμα.

Η Κλαρίτα, όμως, τι έφταιγε;

Γεννήθηκε με σύνδρομο down στις 30 Δεκεμβρίου του 2007 – η πιο μικρή από τις ανιψιές σου.

Τέσσερις μήνες είχε στη ζωή, όταν έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς για να ζήσει.

Ο Ματίας ήταν στο νοσοκομείο.

Έβλεπε τη εύθραυστη ζωή της ανιψιάς του να εξαρτάται από έναν 70χρονο γιατρό, ο οποίος μόλις είχε πάρει 800 πέσος κάτω από το τραπέζι.
«Μου φάνηκε τόσο άδικο.

Ήταν αυτό που μου έδωσε δύναμη.

Με έκανε να καταλάβω ότι η ζωή είναι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό.

Δεν είχα το δικαίωμα εγώ να έχω κατάθλιψη απλά και μόνο επειδή δεν παίζω ποδόσφαιρο πια.

Δεν επιτρέπεται να παραιτούμαι για κάτι τόσο μικρό».
Και τώρα τι κάνεις; Επιστρέφεις; Και πώς θα επιστρέψεις; Θα γελάσουν μαζί σου. Θα σε ειρωνευτούν. Είσαι 35 πια.

Τέσσερα χρόνια δεν είσαι πουθενά.

Έπαιζες showball. Με τον Γκοϊκοετσέα. Ναι, και με τον Μαραντόνα, αλλά δεν παύει να είναι showball.

Περιφερόσουν. Εξευτελιζόσουν. Μίκρυνες.

Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει;
Ο Ντιέγκο Σιμεόνε του είχε ζητήσει να γίνει βοηθός του όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο. «Μαλακίες. Τι βοηθός; Αν ήθελε ας με έπαιρνε παίκτη».
Ο Μαρσέλο Μπιέλσα τού έστειλε email όταν ανακοίνωσε ότι επιστρέφει στο ποδόσφαιρο. «Πρέπει να απαντήσω, αλλά καταλαβαίνετε. Είναι ο Μπιέλσα! Πρέπει να σκεφτώ τι θα του γράψω. Πρέπει να είμαι αντάξιός της τιμής που μου έκανε».
Κι έτσι απλά τελειώνει. Όπως ξεκίνησε. Με έναν διακόπτη. Με δουλειά. Με πίστη. Με ένα βλέμμα στον καθρέφτη. Με έναν στίχο. Με ένα πρόσωπο που μοιάζει ξανά γνωστό. Έχεις σφυγμό. Δε νιώθεις πια την ανάγκη να ξαπλώσεις, δεν κλείνεις τα μάτια για να περπατήσεις έναν κόσμο που φτιάχνεις μόνος σου.

Δε χρειάζεται να ακούς τον κόσμο να ζητωκραυγάζει.

Δε σε νοιάζει κι αν θα ζητωκραυγάσει. Αρκεί να είσαι πάλι εκεί.
«Όλοι ήταν ευτυχισμένοι όταν τους ανακοίνωσα ότι θα παίξω ξανά.

Οι κόρες μου, η γυναίκα μου, οι γονείς μου, οι φίλοι μου.

Με έβλεπαν πολύ στενοχωρημένο για τέσσερα χρόνια και τώρα με έβλεπαν χαρούμενο ξανά. Είχα πολλές ευτυχισμένες στιγμές στο ποδόσφαιρο, τη βραδιά που πήρα το Λιμπερταδόρες, όταν κατέκτησα το πρωτάθλημα με τη Λάτσιο, τη νύχτα που μου έδωσαν το βραβείο για τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή στο ιταλικό πρωτάθλημα.

Αλλά τίποτα δε μπορεί να φτάσει την ημέρα που γύρισα στο ποδόσφαιρο.

Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκραγεί όταν έκατσα στον πάγκο.

Η προετοιμασία για το ματς, η αποδοχή του κόσμου, να φοράω ξανά τα παπούτσια μου και την εμφάνιση…».
Κοίταξέ τον στα μάτια. Είναι αυτός; Είναι εσύ; Είσαι εσύ;
Κοίταξέ τον καλά. Τον γνωρίζεις;
Κοίταξέ τον ξανά. Σου θυμίζει κάτι;
Κοίταξέ τον επίμονα. Ξυπνάει αναμνήσεις;
Κοίταξέ τον λοξά; Μοιάζει οικείος;
Ναι. Όχι. Μπορεί. Δεν μπορώ να καταλάβω. Έχω μπερδευτεί.
Μα, ποιον κοιτάζεις τόση ώρα; Τον εαυτό σου; Το είδωλό σου; Κάποιον ξένο; Τη φωτογραφία; Ή μήπως τη ζωή που επιλέγεις και σε επιλέγει κάθε πρωί;
Καταλαβαίνεις τώρα τη διαφορά;
Ναι, την καταλαβαίνεις.
Ναι, τη γνωρίζεις.
Ναι, τη νιώθεις.
Ναι, αξίζει…

Τελευταία Αρθρα

Νίκος Σαργκάνης, ο σπουδαίος Έλληνας τερματοφύλακας

Ο Νίκος Σαργκάνης (Ραφήνα, 13 Ιανουαρίου 1954 - 8 Δεκεμβρίου 2024) ήταν Έλληνας παλαίμαχος...

Φάνης Γκέκας, γεννημένος σκόρερ

Ο Θεοφάνης «Φάνης» Γκέκας (Λάρισα, 23 Μαΐου 1980) είναι Έλληνας πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής και...

Ο Νίκος Οικονόμου, σημάδεψε μια εποχή στον Παναθηναικό

Ο Νίκος Οικονόμου είναι Έλληνας πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν προπονητής καλαθοσφαίρισης. Αγωνιζόταν στην θέση...

To μάθημα του Φράνκο Μπαρέζι στον Πίπο Ιντζάγκι

«Θα σας πω αυτή την ιστορία... Έπαιζα στην Πάρμα, ήμουν παιδί και ήθελα την φανέλα...

Παρομοια αρθρα

Νίκος Σαργκάνης, ο σπουδαίος Έλληνας τερματοφύλακας

Ο Νίκος Σαργκάνης (Ραφήνα, 13 Ιανουαρίου 1954 - 8 Δεκεμβρίου 2024) ήταν Έλληνας παλαίμαχος...

Φάνης Γκέκας, γεννημένος σκόρερ

Ο Θεοφάνης «Φάνης» Γκέκας (Λάρισα, 23 Μαΐου 1980) είναι Έλληνας πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής και...

To μάθημα του Φράνκο Μπαρέζι στον Πίπο Ιντζάγκι

«Θα σας πω αυτή την ιστορία... Έπαιζα στην Πάρμα, ήμουν παιδί και ήθελα την φανέλα...