''Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Στη συνέχεια έπιασε δουλειά στους σιδηρόδρομους και η οικογένεια μετακόμισε στην ηπειρωτική χώρα. Τυχαία έγινα τερματοφύλακας, το όνειρό μου ήταν να πάω στη θάλασσα και να ασχοληθώ μ'αυτή. Όταν έφτασε η προσφορά του Τορίνο, είχα ήδη όλα τα διαπιστευτήρια για να επιβιβαστώ σε ένα εμπορικό πλοίο με προορισμό τη Βραζιλία από τη Γένοβα. Η μπάλα ήταν διασκεδαστική, ένα παιχνίδι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να ζήσω με αυτό. Συχνά έπαιζα το πρώτο ημίχρονο ως επιθετικός, για να πετύχω γκολ και το δεύτερο ημίχρονο ως τερματοφύλακας, για να υπερασπιστώ το προβάδισμα. Η πρώτη ομάδα ήταν στη Βεντουρίνα, 13 χιλιόμετρα με τα πόδια μονή διαδρομή και 13 στην επιστροφή. Υπήρχε και υπάρχει ένα διάσημο εστιατόριο, το Da Otello. Στην Aurelia, τα φορτηγά σταματούσαν σαν πολυτελή αυτοκίνητα. Σπεσιαλιτέ αγριογούρουνου τύπου Maremma, αλλά και ψάρια. Εκεί μια ωραία μέρα ο Δρ. Λίεβορ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον τομέα της νεολαίας της Τόρο, σταμάτησε για να φάει. Και κατά τύχη έτρωγε εκεί και ο γιατρός Μπιάγκι, φαρμακοποιός, ο πρόεδρος μου και μου έκανε σήμα. Έφυγα και πήγα εκεί, μια περιπέτεια ξεκινούσε αλλά μακριά από τη θάλασσα... Είχαν περάσει μερικά χρόνια από τη Superga και η Τορίνο προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της. Η ομάδα φρόντιζε για το φαγητό και τον ύπνο, τα δύο πρώτα χρόνια έπαιρνα χίλιες λιρέτες την εβδομάδα. Τα μισά τα έστελνα στο σπίτι, αρκέστηκα με τα υπόλοιπα. Ένα εισιτήριο κινηματογράφου κόστιζε 80 λίρες. Τις Κυριακές πήγαινα στο γήπεδο. Τερματοφύλακάς μας ήταν ο Λοβάτι, ο τερματοφύλακας της Γιούβε ο Βιόλα. Δύο καλοί τερματοφύλακες. Ήμουν κι εγώ ένας νεαρός τερματοφύλακας που βασιζόμουν στο ενστικτο. Ο Αλάσιο με έβαλε και έκανε ντεμπούτο στην Σεριε Α, μετά με δάνεισαν στην Βιγκεβάνο στη Σέριε Β για να αποκτήσω εμπειρία. Πήγα εκεί με τον Σέρχιο Καστελέτι, τον ξανθό μπακ που αργότερα κατέληξε στη Φιορεντίνα. Ο καημένος ο Σέρχιο, ήταν από το Καζάλε, πέθανε κι αυτός από καρκίνο.'' Λίντο Βιέρι