Ο Μεάτσα γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου του 1910 σε γειτονιά του Μιλάνο.
Όταν ήταν 7 χρονών, ο πατέρας του πέθανε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπρεπε να ανατραφεί από τη μητέρα, πωλήτρια φρούτων σε μια αγορά του δρόμου.
Από την παιδική ηλικία έδειξε πάθος για το ποδόσφαιρο παρά την αντίθεση της μητέρας του, παίζοντας ξυπόλητος, επειδή η μητέρα του έκρυψε το μόνο ζευγάρι παπούτσια που είχε.
Έγινε μέλος ομάδας στην ηλικία των 12 ετών, όταν συμφώνησε να παίξει στην Γκλόρια.
Εκείνη την εποχή, η φασιστική εξουσία ανάγκασε τους νέους από 8 έως 14 ετών να συναντώνται τακτικά για να τους εκπαιδεύουν στα βασικά του στρατού και ονομάστηκαν balilla.
Αυτό το όνομα θα παραμείνει.
Δεν είχε ακόμα χρήματα για να αγοράσει τα ποδοσφαιρικά παπούτσια, οπότε βρήκε ένα ζευγάρι μεγαλύτερο νούμερο.
Στα 14 χρόνια του η Μίλαν τον απορρίπτει εξαιτίας του γεγονότος, οτι ήταν αδύνατος αλλά έγινε δεκτός στην ομάδα νέων της Ίντερ.
Ένα από τα αστέρια της, ο Φούλβιο Μπερναρντίνι, τον ανακάλυψε παρακολουθώντας ένα παιχνίδι των νέων και ήταν τόσο πεπεισμένος για το ταλέντο του που ζήτησε από τον πρώτο προπονητή να τον προωθήσει στην πρώτη ομάδα.
Ο Μεάτσα κατάφερε να τους πείσει όλους χάρη στην τεχνική του, την ικανότητα χρήσης και των δύο ποδιών του και τη διορατικότητά του.
Συνήθιζε να ξεκινά αγωνιζόμενος σε χαμηλό ρυθμό και στη συνέχεια ανέβαινε έχοντας ως βάση την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και την ικανότητα στην τελική προσπάθεια.
Παρά το μέτριο ανάστημά του τα κατάφερνε και στο ψηλό παιχνίδι.
Έκανε το ντεμπούτο του με την Ίντερ το Δεκέμβριο του 1927, σε ηλικία 17 ετών, σε έναν αγώνα του Coppa Volta απέναντι στη Μίλαν (6–2), στον οποίο σημείωσε δύο γκολ και ήδη ο ιταλικός τύπος από την επομένη μέρα μιλούσε για το νέο αστέρι του ποδοσφαίρου.
Στο πρώτη του χρονιά (αγωνιστική περίοδος 1927–28), σημείωσε 12 γκολ σε 33 παιχνίδια και η εξαιρετική ικανότητά του να ελέγχει την μπάλα είχε ήδη επισημανθεί.
Από την χρονιά του 1928–29, ανέλαβε το ρόλο του συντονιστή των επιθετικών στην SS Ambrosiana, αποτέλεσμα της συγχώνευσης μεταξύ της Ίντερ και της US Milanese και επιβεβαίωσε την κλάση με 33 γκολ σε 29 παιχνίδια.
Στο πρώτο έτος της πρώτης Εθνικής κατηγορίας (1929–30) ήταν ο πρώτος σκόρερ με 31 γκολ, ζωτικής σημασίας για την κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος.
Έκανε το ντεμπούτο του στις 9 Φεβρουαρίου του 1930 και από τότε έγινε ένα από τα είδωλα των οπαδών, με δύο τίτλους πρωταθλήματος (1930 και 1938), το Κύπελλο Ιταλίας το 1939 και τρεις τίτλους πρώτου σκόρερ (1930, 1936 και 1938).
Στις 27 Απριλίου της πρώτης σεζόν, είχε σημειώσει χατ-τρικ εντός των πρώτων τεσσάρων λεπτών και ένα τέταρτο γκολ πριν από το ημίχρονο, με νίκη 6–0 επί της Ρόμα.
Εκτός από τις επιδόσεις του στο άθλημα, τράβηξε την προσοχή με τον τρόπο ζωής του: δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως αποτέλεσε, αν όχι τον πρώτο, έναν απ’ τους πρώτους σταρ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Οδηγούσε σπορ αυτοκίνητα, έπινε σαμπάνια και λάτρευε τις γυναίκες, ενώ ήταν ο μόνος παίκτης της «σκουάντρα ατζούρα» στον οποίο επιτρεπόταν το κάπνισμα.
Το αρχοντικό στυλ στο παιγνίδι του, γεμάτο ντρίπλες και φαντεζί ενέργειες, συνηγορεί στον χαρακτηρισμό μιας μορφής «προγενέστερου» σούπερ – σταρ, ενώ σε κανέναν μάλλον δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως ξεχώριζε για τις ικανότητες του στον χορό και ειδικότερα στο τάνγκο.
Το προσωνύμιό του ήταν «Πεπίνο».
Οι επιτυχίες της ιταλικής εθνικής ομάδας τον βοήθησαν να είναι ένας από τους πρώτους παίκτες που έγιναν γνωστοί στο εξωτερικό.
Ο πρώτος τίτλος ήταν το Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης (γνωστό και ως Κύπελλο Μιτρόπα) του 1930, που επανακτήθηκε το 1935, στο οποίο προστέθηκαν δύο Παγκόσμια Κύπελλα το 1934 και το 1938, το τελευταίο ως αρχηγός.
Μεταξύ 1930 και 1939 σημείωσε 33 γκολ σε 53 εμφανίσεις, αριθμός που ξεπέραστηκε μόνο το 1973.
Ο προπονητής Βιττόριο Πότσο είχε πει γι ‘αυτόν ότι «έχοντας τον στην ομάδα σας σήμαινε ότι αρχίζετε να κερδίζετε με 1–0».
Στο Κύπελλο Μιτρόπα ήταν τρεις φορές πρώτος σκόρερ και δεύτερος συνολικά στην ιστορία του θεσμού.
Ένας σοβαρός τραυματισμός ανάγκασε τον Μεάτσα να μην παίξει παρά ένα μόνο παιχνίδι στην αγωνιστική περίοδο 1939–40 μένοντας ουσιαστικά εκτός δράσης για σχεδόν ένα χρόνο.
Έχοντας επίγνωση ότι τα καλύτερα του χρόνια είχαν περάσει και η δυνατότητα πραγματικής ανάκαμψης δεν υπήρχε, το Νοέμβριο του 1940 ζήτησε τη μεταγραφή του στη Μίλαν.
Στη Μίλαν αγωνίστηκε για δύο χρόνια σημειώνοντας μόνο 9 γκολ.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1941, η Μίλαν αντιμετώπιζε την Ίντερ και ο Μεάτσα θα αντιμετώπιζε την αγαπημένη του ομάδα.
Στα αποδυτήρια, πριν βγει στον αγωνιστικό χώρο, έκλαιγε για ώρα, ενθυμούμενος τις στιγμές που έζησε και ότι επρόκειτο να αγωνιστεί εναντίον της.
Τελικά αγωνίστηκε σε όλο τον αγώνα και η ειρωνεία είναι ότι σκόραρε και το γκολ της ισοφάρισης στο τελικό 2–2.
Στη σεζόν του 1942–43 έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του για να παίξει για τη Γιουβέντους στο Τορίνο, και έπειτα είχε σύντομες εμπειρίες στο Βαρέζε και την Αταλάντα.
Καταλήγει να επιστρέψει στην Ίντερ το 1946–47 για να αποσυρθεί στην ομάδα που του έδωσε την πρώτη του ευκαιρία.
Στα 19 χρόνια επαγγελματικής καριέρας, έπαιξε 429 αγώνες και σκόραρε 260 γκολ πρωταθλήματος.
Από αυτό τον αριθμό, 365 παιχνίδια (με 243 τέρματα) ήταν με την φανέλα της Ίντερ.
Εξακολουθεί να κατέχει το ρεκόρ με τα περισσότερα χατ-τρικ στο πρωτάθλημα με 17.
Ο Μεάτσα ήταν διεθνής για την ιταλική εθνική ομάδα από το 1930 ως το 1939.
Έπαιξε συνολικά 53 παιχνίδια και σημείωσε 33 γκολ, επιδόσεις που ήταν εθνικό ρεκόρ για την εποχή του.
Η επίδοση αυτή καταρρίφθηκε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα.
Παραμένει ο δεύτερος καλύτερος σκόρερ της ιταλικής εθνικής ομάδας.
Το ντεμπούτο του με την Ιταλία ήρθε στις 9 Φεβρουαρίου 1930 στη Ρώμη εναντίον της ελβετικής εθνικής ομάδας (4–2), όταν ήταν μόλις 19 χρονών και είχε εξαιρετική απόδοση σημειώνοντας δύο γκολ σε τρία λεπτά.
Τον επόμενο μήνα έκανε τη δεύτερη του εμφάνιση, σημειώνοντας ένα γκολ στη νίκη με 2–0 στη Γερμανία.
Αγωνίστηκε στον επόμενο αγώνα (1–1) με την Ολλανδία, αλλά τον Μάιο σημείωσε χατ-τρικ στη νίκη 5–0 επί της Ουγγαρίας στον τελικό του Διεθνούς Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης.
Ήδη μέχρι να κλείσει τα 20 χρόνια ζωής, είχε σκοράρει για λογαριασμό των Ατζούρι το ρεκόρ των 10 γκολ σε 7 εμφανίσεις.
Από το 1931 εδραιώθηκε στους έντεκα του Βιττόριο Πότσο.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του κέρδισε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1934 και 1938) και δύο Διεθνή Κύπελλα Κεντρικής Ευρώπης (1930 και 1935).
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, το οποίο φιλοξένησε η Ιταλία, ο μεγάλος σταρ εμφανίστηκε σε όλους τους αγώνες για την Ιταλία.
Στις 25 Μαρτίου 1934 στο Μιλάνο, η Ιταλία κέρδισε την Ελλάδα με 4–0 σε προκριματικό αγώνα με δύο γκολ που σημειώθηκαν από αυτόν.
Στην τελική φάση η πίεση ήταν έντονη στους παίκτες με τη διοργάνωση να λαμβάνει χώρα στην Ιταλία και ο Μουσολίνι είχε αναγνωρίσει την ευκαιρία να αναδείξει την αναγέννηση του έθνους μέσω της αθλητικής ικανότητας και πράγματι η χώρα είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να εξαλείψει την πιθανότητα αποτυχίας.
Ο Ιταλός δικτάτορας είχε ενδεικτικά διευκρινήσει Vincere o morire («νίκη ή θάνατος»).
Υπήρξαν διάφορες θεωρίες συνωμοσίας – αν και αναπόδεικτες – σχετικά με τη διαιτησία της διοργάνωσης, η οποία έκανε σημαντικά λάθη σχεδόν πάντα υπέρ των Ιταλών, με την οργανωτική επιτροπή της FIFA να αποτελείται κυρίως από Ιταλούς και Γερμανούς.
Για το Μεάτσα, το Παγκόσμιο Κύπελλο είχε φτάσει σε μια κακή στιγμή.
Είχε υποφέρει από αρκετούς τραυματισμούς στα πόδια που είχαν επηρεάσει τη φόρμα του, και απέτυχε να σκοράρει στους 8 τελευταίους αγώνες της ομάδας στο πρωτάθλημα χάνοντας τον τίτλο από τη Γιουβέντους.
Παρ’αυτά, ο Μεάτσα σημείωσε το τελευταίο γκολ στη νίκη του 7–1 επί των Ηνωμένων Πολιτειών στο 89ο λεπτό στον εναρκτήριο αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Στην τελική φάση στο παιχνίδι με την Ισπανία, το παιχνίδι έληξε 1–1 και έπρεπε να επαναληφθεί την επόμενη μέρα.
Ο Μεάτσα σκόραρε στο 11ο λεπτό, το μοναδικό τέρμα του παιχνιδιού.
Ο τελικός ήταν εναντίον της Τσεχοσλοβακίας στο Εθνικό Στάδιο της Ρώμης.
Μετά από 90 λεπτά, οι δύο ομάδες ήταν στο 1–1.
Η νίκη, ωστόσο, ήταν πολύ πιο δύσκολη καθώς το παιχνίδι πήγε σε επιπλέον χρόνο, μέχρι να γίνει ο Μεάτσα και πάλι ο εμπνευστής στο 95ο λεπτό του πρόσθετου χρόνου και η Ιταλία να κερδίσει τον τελικό με 2–1.
Ο Μεάτσα κέρδισε τη χρυσή μπάλα, το βραβείο που απονέμεται στον καλύτερο παίκτη σε κάθε τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της ΦΙΦΑ.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938 που φιλοξένησε η Γαλλία, ο Μεάτσα έπαιξε σε όλους τους αγώνες σε πιο δημιουργικό ρόλο με τα καθήκοντα της επίτευξης γκολ να έχουν μετατεθεί στο Σίλβιο Πιόλα.
Η ομάδα ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη του 1934 και ο Μεάτσα ήταν ένας από τους τρεις μόλις κοινούς παίκτες.
Έχοντας νικήσει Νορβηγία και Γαλλία, στον ημιτελικό απέναντι στη Βραζιλία, με το σκορ στο 1–0 η Ιταλία κέρδισε πέναλτι με τον Πιόλα.
Στο πέναλτι εύστοχησε ο Μεάτσα και έτσι η Ιταλία νίκησε με 2–1 και βρέθηκε στο δεύτερο συνεχόμενο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Αυτό ήταν το τελευταίο γκολ του για την εθνική που σημείωσε, ενώ το σχισμένο του παντελονάκι έπεσε καθώς είχε τραυματιστεί από αντίπαλους αμυντικούς.
Στον τελικό, οι Ιταλοί αντιμετώπισαν την Ουγγαρία.
Ο Μεάτσα δημιούργησε τα δύο πρώτα τέρματα της εθνικής πριν από το ημίχρονο, ενώ συνέβαλε σε ένα ακόμα δίνοντας στην Ιταλία το δεύτερο συνεχόμενο τίτλο της.
Κλείνοντας την καριέρα του είχε σημειώσει 347 τέρματα σε επίσημους αγώνες.
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας ακολούθησε καριέρα προπονητή, η οποία δεν ήταν τόσο επιτυχημένη.
Τον Ιανουάριο του 1946 πήρε τα ηνία της Αταλάντα ως προσωρινός τεχνικός.
Με τον ίδιο τρόπο θα έρθει η πρώτη του ευκαιρία να κατευθύνει την Ίντερ μεταξύ 1947 και 1948 μέχρι και την ιταλική εθνική ομάδα,μεταξύ 1952 και 1953.
Ο Μεάτσα έφυγε από τη ζωή στις 21 του Αυγούστου του 1979, δύο ημέρες πριν κλείσει τα 69 χρόνια.
Γνωρίζοντας ότι ο θάνατός του θα προσελκύσει αναπόφευκτα μεγάλο ενδιαφέρον, είχε ζητήσει ιδιωτική κηδεία και ζήτησε να μην δημοσιευτεί ο θάνατός του μόνο μετά την πραγματοποίηση της κηδείας.
Στις 3 Μαρτίου του 1980, Ίντερ και Μίλαν που χρησιμοποιούν ως έδρα το ίδιο γήπεδο συμφώνησαν να μετονομάσουν το «στάδιο Σαν Σίρο» σε Στάντιο Τζουζέπε Μεάτσα.