ΑρχικήΠοδοσφαιροΕλληνικό ΠοδόσφαιροΗ ιστορία του θρύλου του Ολυμπιακού, Γιώργου Σιδέρη!

Η ιστορία του θρύλου του Ολυμπιακού, Γιώργου Σιδέρη!

Γιώργος Σιδέρης, σε μια τεράστια συνέντευξη στη Nova!

Έμενα σε μία γειτονιά στον Απόλλωνα, Απόλλων Ρέντη λέγεται, είναι δίπλα αυτό. Βέβαια οι δυσκολίες ήταν φοβερές γιατί μετά τον πόλεμο όλα ήταν κατεστραμμένα. Εγώ δεν είχα ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Υπήρχαν διάφοροι άλλοι από την γειτονιά, ταλέντα όπως ο Σωτήρης Γκαβέζος, ο οποίος ήταν γειτονάκι μου κι έπαιζε στον Ολυμπιακό. Ξαφνικά κάποια στιγμή συζητώντας μαζί τους, μεταξύ σοβαρού κι αστείου του λέω κοίταξε, αρχίζω κι εγώ και γίνομαι ποδοσφαιριστής, γιατί δεν έχω δουλειές.

Είχα κάνει από μικρή ηλικία ότι δουλειά υπήρχε, πάρα πολλές δουλειές. Θα πρέπει ώρες να κάθομαι να σας λέω τί δουλειές έχω κάνει για την επιβίωση. Γιατί ο πατέρας μου ήταν μανάβης και είχε τη σούστα του και είχε μια γαϊδουρίτσα τη Μάρω, η οποία έκανε τον Κίτσο έναν γάιδαρο, και από κει πίναμε και γαλατάκι κι έτσι γίναμε πολύ δυνατοί και σώσαμε και τη γειτονιά εκεί στον Απόλλωνα που είχαν όλοι κοκίτη, τα παιδιά ήταν άρρωστα. Το γάλα από το γαϊδούρι είναι δυναμωτικό εκ φύσεως σαν να έχει και ζάχαρη μέσα.

Τέλος πάντων, ξαφνικά μπήκα εκεί μέσα στη γειτονιά στις αλάνες και έπαιζα ποδόσφαιρο ώσπου ξαφνικά μια μέρα, ήταν κάποιος από την ομάδα του Απόλλωνα της γειτονιάς, κάποιος είχε αρρωστήσει και παίζαμε σε ένα γήπεδο που είχαμε κάπου εκεί στο ποτάμι στον Κηφισό και μου λέει έλα να παίξεις. Λέω δεν έχω ούτε παπούτσια, μου δώσανε κάτι αρβύλες που υπήρχαν εκεί. Αλλά ήμουν τόσο γρήγορος και δυνατός και κατά σύμπτωση ήταν στο γήπεδο κάτι κυνηγοί ταλέντων που παρακολουθούσα κι ήταν κι ο αδερφός μου, ο συγχωρεμένος ο Φώτακας, με έναν φίλο του εκεί και λέει “αυτός που τρέχει έτσι ποιος είναι;” Εγώ εν τω μεταξύ με την ταχύτητα και με την δύναμη που είχα σε όποιον έπεφτα επάνω, τον χτύπαγα, βρισκόταν κάτω χτυπημένος και λέει “κάπου τον ξέρω αυτόν” και του απαντάει “είναι το αδερφάκι μου” κι έτσι ξαφνικά έδειξε ενδιαφέρον. Από τα οχτώ αδέρφια που ήμασταν οι τέσσερις ήταν ποδοσφαιριστές και παίζαμε όλοι στον Ατρόμητο Καμινίων.

Εμείς ήμασταν μια οικογένεια με εφτά αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Φώτακας ο οποίος ήταν κι αυτός ποδοσφαιριστής κι έπαιζε στους Φιλάθλους του Πειραιά παλιά και είχε ένα χόμπι. Έδερνε τους διαιτητές! Δεν είχε αφήσει διαιτητή. Φίλος του συγχωρεμένου του Μουράτη κι όλων των παλιών παικτών. Όταν πέθανε όλοι οι παλιοί ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού ήταν στην κηδεία του. Ήταν ένας ωραίος τύπος, υπερβολικός, αλλά ωραίος τύπος και δεν ξέρανε εμένα.

Εμένα όταν άρχισα και παρουσιάστηκα άρχισαν κι έλεγαν πως είναι το αδερφάκι του Φώτακα, το Φωτακάκι. Ο Γιαννούκος ήταν ένας σέντερ μπακ, με δοκιμάσανε στον Ατρόμητο πιτσιρίκο χωρίς να με ξέρει κι επειδή ήμουν γρήγορος εγώ και του έκανα διάφορα, αλλά ήμουν και θρασύς, γιατί το ποδόσφαιρο θέλει θράσος, δηλαδή θράσος με την καλή έννοια. Θέλει θάρρος και να κόβει το μυαλό σου. Άρχισα λοιπόν και του έκανα ντρίπλες και τον ενοχλούσε και μου λέει “για πρόσεχε” και του λέω “άντε ρε” και άρχισα και τον έβριζα και με πήρε στο κυνήγι. Εγώ ήμουν μια σταλιά, με κυνηγούσε στο γήπεδο, εγώ να τρέχω να σωθώ… Μιλάμε τον Γιαννούκο τον βάζανε στο κλουβί για να παίξει. Οπότε ακούω μια φωνή απ’ έξω να του λέει: “Γιάννη, Γιάννη”, κοιτάει αυτός, είχε και κάτι μαλλιά που πετάγανε σαν τον Ζαζά και του λέει: “Είναι το αδερφάκι μου…”. “Πες μου το” μου λέει “ρε τσόγλανε είσαι του Φώτακα αδερφός, τη γλίτωσες, θα σε έτρωγα ζωντανό;”!

Εκεί στον Ατρόμητο που έπαιζα είχαμε μια ομάδα που μόλις παίζαμε με τον Ολυμπιακό, εξαφανιζόντουσαν όλοι οι Ολυμπιακοί. Ερχόντουσαν 300 από τα Καμίνια και καταλαβαίνεις ήταν καλά παιδιά όλοι από εκεί πέρα. Κι έτσι έμεινε το Φώτακας. Σε όλους τους παίκτες μένουν αυτά τα πράγματα, εγώ ούτε που το κατάλαβα, αλλά άμα το αρχίσει ένας σου μένει μετά.

Ξεκίνησα σαν χαφ να παίζω περίπου στο κέντρο και επειδή η ομάδα του Απόλλωνα που είχα υπογράψει δελτίο, ήθελε να με δώσει στον Ολυμπιακό. Ενώ εγώ δεν ήθελα να πάω στον Ολυμπιακό γιατί δεν ήμουν έτοιμος. Έτσι πήγα στον Ατρόμητο. Έμεινα έναν χρόνο εκτός, με έβαζε στη β’ ομάδα κι έπαιζα σε παιχνίδια που δεν είχαν βαθμολογικό ενδιαφέρον. Κι έτσι πέρασε ο χρόνος, με έδωσε η ομάδα με κάτι ανταλλαγές παιχτών και βρέθηκα στην πρώτη ομάδα του Ατρομήτου στον οποίο η εξέλιξη ήταν μεγάλη, παρότι ήταν δύσκολη εποχή, γιατί όλοι ήμασταν αυτοδίδαχτοι. Δεν ήταν η Ελλάδα εκείνη την εποχή να έχει η ομάδα γήπεδο ή ζεστό νερό ή όλα αυτά που έχουν σήμερα. Πολύ σκληρά τα πράγματα.

Θα σας πω κάτι, εγώ έπαιζα ένα στιλ, στις εφόδους όταν έκανα όπως είναι αυτός της Μπαρτσελόνα, ο Μέσι, ο οποίος κάνει κάθετες εφορμήσεις. Τον βλέπεις μπαίνει μέσα, παρότι είναι κοντός και μπαίνει μέσα και τρυπάει τις άμυνες. Εγώ είχα την ταχύτητα τα πρώτα τριάντα-σαράντα μέτρα και δε με έφτανε σπρίντερ που έκανε τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα. Από εκεί και πέρα βέβαια ήμουνα κοντός με πολύ βάρος, χοντρά κόκαλα, περίπου 82 κιλά και δε φοβόμουνα γιατί είχα ξεκινήσει από σκληρές συνθήκες από μικρός και δυνάμωσα. Δεκατριών-δεκατεσσάρων ετών είχα γίνει σαν παλαιστής, έγινα αθλητής από σύμπτωση. Είχε ο αδερφός μου ένα μανάβικο στη Σωκράτους, απέναντι από τα δικαστήρια στην Ομόνοια και εγώ με ένα καρότσι στην παλιά λαχαναγορά των Αθηνών στον Κεραμεικό, ανέβαζα δύο τρεις τόνους και τους πήγαινα από εκεί στην Ομόνοια. Κι εκεί τράβηξα επί δύο χρόνια και από εκεί έγινα αθλητής, δυνάμωσα και δεκατεσσάρων ετών ήμουν σαν πυγμάχος, σαν παλαιστής κι από εκεί είχα τη δύναμη αυτή που πήρα. Κι έτσι κατάφερα να μην έχω ψυχολογικά προβλήματα, να φοβάμαι μη χτυπήσω. Βέβαια χτύπησα πάρα πολλές φορές γιατί πολλές φορές πέφτεις κι ανάλογα το σώμα σου πως πέφτει επάνω, κι αν είναι κι ο άλλος σε καλύτερη θέση και να σου φύγει και το πόδι και να σου φύγει και το χέρι.

Τραυμάτισα πάρα πολλούς, βέβαια χωρίς να το θέλω. Διότι ποτέ δε σκέφτηκα ότι πρέπει να χτυπήσω, είναι ανανδρία να χτυπάς κάποιον. Αλλά ο φανατισμός κάποια στιγμή ερχόταν και σε μας, κι αυτό είναι κακό γιατί αν η διαπαιδαγώγηση των αθλητών δεν είναι σωστή και δε σεβόμαστε και τους αντιπάλους…

Από τον Ατρόμητο με κάλεσαν και στην Εθνική ομάδα. Έγινε ξαφνικά και κατά σύμπτωση ήμουν και τραυματισμένος. Είχα κάτι σαν κάταγμα στο δεξί μου πόδι και έπαιξα στο παιχνίδι. Παίξαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κι έπαιζε κι ένας μπακ αριστερός αντίπαλος κι εμένα με βάλανε έξω δεξιά. Πρώτο ημίχρονο έπαιζα όλο δεξιά να φύγω, αλλά ήταν ένα θηρίο ο Μαρς, αρχηγός της Εθνικής Γαλλίας και δεν μπορούσα. Κάποια στιγμή του κάνω πως θα φύγω δεξιά και φεύγω αριστερά και βρήκα το αδύνατο σημείο του. Το ποδόσφαιρο είναι να κόβει και το μυαλό σου για να μπορείς και να εξελιχθείς. Κι έτσι στο δεύτερο έγινε η ιστορία πολύ καλή, βέβαια τελείωσε 1-1 το παιχνίδι εκείνο. Αλλά άρχισαν οι μεγάλες ομάδες μετά να δούμε ποιος θα μας πάρει.

Εγώ ήμουν φίλος από πολύ μικροί με τον Ανδρέα Παπαεμμανουήλ, ο οποίος έπαιζε στον Πειραϊκό, πήγε στον Παναθηναϊκό και ξαφνικά ήθελα κι εγώ να πάω στον Παναθηναϊκό, γιατί έπαιζα στον Ατρόμητο και ήμουν και κόντρα στον Ολυμπιακό γιατί παίζαμε τα τοπικά πρωταθλήματα τότε κι επειδή δε μπορούσαμε κανένας τότε να κερδίσει τον Ολυμπιακό τα’ χαμε όλοι εναντίον του.

Εγώ ξαφνικά, δείχνει το ενδιαφέρον του ο Ολυμπιακός και βρίσκομαι στον Ολυμπιακό κυρίως εξαιτίας του Σάββα Θεοδωρίδη ο οποίος είχε καταλάβει ότι αν πήγαινα στον Παναθηναϊκό θα γινότανε ζημιά και δώσανε τότε πέντε παίκτες στον Ατρόμητο και αναγκάστηκα και πήγα γιατί είχαμε έναν πρόεδρο τον Σκορδίλη ο οποίος ήταν και κουμπάρος του Ανδριανόπουλου κι έτσι βρέθηκα στον Ολυμπιακό, ήταν η μοίρα φτιαγμένη, γιατί ο Δομάζος εκείνη την εποχή ήθελε να πάει στον Ολυμπιακό, εγώ ήθελα να πάω στον Παναθηναϊκό και το τυχερό ήταν να βρεθούμε κόντρα. Είναι και ατυχία να έχεις αντίπαλο τον Δομάζο. Παίζαμε στην Εθνική Νέων και μετά στην Εθνική ομάδα μαζί. Αν έχεις παίκτες σαν κι αυτόν καταλαβαίνεις είναι πολύ εύκολο αντί να βγάζεις δέκα γκολ, να βγάζεις άλλα είκοσι, γιατί στα στρώνει και παίζει μεγάλο ρόλο τί έχεις.

Σκεφτόσουν τότε, ότι αν πας σε αυτή τη μεγάλη ομάδα, επειδή είχε μεγάλους παίχτες λες “θα παίξω;” γιατί ήταν και πρόβλημα δεν ήταν σίγουρο ότι μπορείς να φτάσεις στο σημείο ότι μπορείς να πιάσεις τον Ολυμπιακό τότε, δεν ήταν εύκολα τα πράγματα και υπήρχε ένα ρίσκο και πολλοί απέφευγαν να πάνε. Τέλος πάντων, όλα τυχερά ήταν, μας πήραν, πήγαμε με το καλό, τα δώσαμε όλα και έχω την ικανοποίηση ότι έδωσα ότι είχα για αυτή την ομάδα. Γιατί έχω μια μεγάλη ομάδα για τον Πειραιά, για τον κόσμο του Ολυμπιακού και στο κάτω κάτω με έχει βοηθήσει πολύ στη ζωή μου. Κι αυτό δεν το ξεχνάω.

Εγώ βέβαια όταν πήγα στον Ολυμπιακό είχα την ατυχία να είναι στα τελευταία του ο Μπέμπης, ένας τεράστιος παίκτης ο οποίος, περίπου Δομάζος κι αυτός του Ολυμπιακού, γέρασε κι εκείνη όλη η μεγάλη ομάδα έφυγε και για τέσσερα πέντε χρόνια μας βγήκε το λάδι επειδή ο Παναθηναϊκός είχε φτιάξει την ομάδα τη μεγάλη που ήταν θρυλική ομάδα εκτός από μένα και τον Παπαϊωάννου. Ευτυχώς μετά ήρθε ο Μπούκοβι το 65-66, ήρθε ο Γιούτσος τεράστιος παίκτης με τον Μποτίνο, άλλος φοβερός παίκτης και δυνάμωσε η ομάδα και ισορροπήσαμε λιγάκι.

Εγώ νομίζω πως τα σημερινά τα παιδιά, οι ποδοσφαιριστές είναι πιο καλοί από μας, είναι πιο συγκρατημένοι. Μη λέμε τώρα επειδή έχουν ξεχαστεί τί έχουμε κάνει και τί δεν έχουμε κάνει. Να λέμε και τα άσχημα που υπήρχαν γιατί μας φανατίζανε. Εγώ όταν έπαιζα με τον Παναθηναϊκό πριν τον αγώνα από την πλύση εγκεφάλου που γινόταν τα μαλλιά μου είχαν γίνει σαν πρόκες. Κι όποιον έβλεπα μπροστά μου… Με φανατίζανε. Κυκλοφορούσα στον Πειραιά μια εβδομάδα πριν και όπου πήγαινα “Πρόσεχε την Κυριακή, αυτό, εκείνο, το άλλο…” σε φτιάχνανε. Δηλαδή ήταν φυσιολογικό.

Για να είμαι ειλικρινής, έχω κάνει τις πράξεις που έχω μετανιώσει, γιατί όταν εκνευρίζεσαι δεν ξέρεις τί κάνεις. Ή σε προκαλεί κάποιος ή παραφέρεσαι μετά, πολλά έχουν γίνει γιατί όλα έχουν κάποια αφορμή. Εγώ τότε ας πούμε όταν πήγαινε στη βόρειο Ελλάδα καλώς τον καμπούρη φωνάζανε πενήντα χιλιάδες κόσμος. Τους παίκτες τους είχανε φανατίσει γιατί δεν πρέπει να βάλω γκολ και μου λέγανε διάφορα, οικογενειακά, καταλαβαίνεις, έχεις τα όριά σου κι έκανες εκεί παρεκτροπές και διάφορα τέτοια. Μερικοί έχουν δίκιο, για παράδειγμα ομάδες από τη Θεσσαλονίκη έχουν αδικηθεί. Όταν πάμε ας πούμε εμείς εδώ από το κέντρο να τους πάρουμε τους καλούς παίκτες όπως έγινε με τον Κούδα και το πληρώσαμε πολύ ακριβά γιατί δεν πήγαμε με σωστό τρόπο δημιουργούνται όλα αυτά τα πράγματα και οι εντάσεις και δεν είναι καλό. Εγώ θυμάμαι παλιά όταν πηγαίναμε Θεσσαλονίκη ερχόντουσαν και πέντε χιλιάδες κόσμος μαζί μας. Σήμερα δυστυχώς όποιος πάει πρέπει δεν ξέρω τί να κάνει.

Εγώ μια φορά στη Θεσσαλονίκη είμαι σε ένα εστιατόριο και τρώω όταν παίζαμε, στην παραλία -δε θυμάμαι πως το λένε- κι έρχεται ένας από το παράθυρο του εστιατορίου και μου λέει τα εξ αμάξης. Αφού μου είπε τη μάνα, την αδερφή και τί δε μου είπε, βγαίνω έξω και τον παίρνω στο κυνήγι. Ήταν μια μεγάλη πλατεία εκεί που υπήρχε και είχε βρέξει κιόλας, τον πιάνω, γλιστράει και πέφτει κάτω και με κοιτάει με κάτι μάτια τέτοια. Εγώ θυμωμένος εκεί πάω να το πατήσω το κεφάλι, μόλις τον βλέπω όμως και με κοιτούσε έτσι, τον σηκώνω και του λέω, ρε φίλε μου, έλα μέσα να σε κεράσω, γιατί με βρίζεις εγώ έρχομαι και σε διασκεδάζω. Αυτός του είχαν πει ότι εγώ είμαι ο κακός. Του λέω έγω έρχομαι και σε διασκεδάζω. Και του λέω να σου δώσω κι ένα χιλιάρικο που σε έβαλα στη λάσπη και σε έβρεξα. Και γίναμε φίλοι κι όσες φορές πηγαίναμε ερχόταν και με έβλεπε. Θέλω να πω που μπορεί να φτάσει μία δύσκολη κατάσταση. Αυτό το παιδί είχε προσωπικά μαζί μου. Εγώ έρχομαι αν με πάρετε στην ομάδα θα κυνηγάω να βγάλω για την ομάδα γκολ. Τί κάνω εγώ, έρχομαι και σας δίνω ενδιαφέρον εδώ πέρα. Δεν επιτρέπεται να μου λες όλα αυτά. Εντάξει βρίσε με αλλά μη μου λες τη μάνα την αδερφή μου κι όλα αυτά.

Θα είμαι ειλικρινής, μου την έδινε να βάζω γκολ στον Παναθηναϊκό, εκεί μου την έδινε. Διότι εκεί ήταν που μας ενδιέφερε και τους Παναθηναϊκούς που θέλανε να μας κάνουνε την πλάκα κι εμείς από την άλλη πλευρά. Και γι’ αυτό έχει αξία γιατί αυτές οι δύο ομάδες κυρίως είναι μεγάλη δουλειά γιατί τραβάνε το ενδιαφέρον του κόσμου. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις δύο ομάδες δε θα ήταν τίποτα το πρωτάθλημα. Δηλαδή θα έπαιζε τώρα ο Ολυμπιακός με την Καλαμαριά, δεν έχει ενδιαφέρον αυτό που έχει, οι αιώνιοι που τους λένε. Είναι το αλάτι και το πιπέρι.

Στο ποδόσφαιρο θα πρέπει οι ομάδες να φτάσουν σε ένα σημείο να καταλάβουν ότι δε χρειάζεται η αστυνομία για να χωρίζουν τους οπαδούς τους δε θα κάνουν τίποτα. Έτσι έχουν διώξει όλο τον κόσμο και αυτό είναι εις βάρος τους. Διότι χωρίς εισιτήρια η δύναμη είναι ο κόσμος. Χωρίς κόσμο ένα γήπεδο… Εγώ βλέπω τα γήπεδα τα οποία είναι άδεια και λέω τί γίνεται εκεί πέρα, άδειες εξέδρες εκεί πέρα, σα να παίζουν σχολεία. Αυτό είναι κακό για το ποδόσφαιρο.

Ο Μπούκοβι ήταν μεγάλος παιδαγωγός, ήταν ένας άνθρωπος που τον σεβόσουνα γιατί ήταν προσωπικότητα δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Βέβαια τον ανάγκασαν κι έφυγε γιατί πήρε δύο πρωταθλήματα και το τρίτο μας το πήρανε, άμα δείτε την ιστορία πως το χάσαμε θα βάλεις τα γέλια. Ο Ολυμπιακός πήρε τα σκήπτρα από τον Παναθηναϊκό γιατί εκτός από τον Μπούκοβι πήρε και παίκτες καλούς. Ήρθε ο Γιούτσος που ήταν μισή ομάδα μόνος του, ήρθε ο Μποτίνος, ήταν ο Βασιλείου, ήρθε ο Ζαντέρογλου μετά, γίνανε κάποιες μεταγραφές πολύ καλές. Πριν ήμασταν άστα, να μην τα πούμε.

Όταν ήρθε ο Μπούκοβι, θυμάμαι με φώναξε. Διότι εγώ επειδή ήμουν και λίγο ιδιόρρυθμος, δύσκολος δεν έκανα με πολλούς, είχα κάνει τις φασαρίες μου γιατί δεν ξέρανε να με μεταχειριστούν. Και με φωνάζει μου λέει μου είπανε ότι είσαι μούτρο και τέτοια. Του λέω μπορεί να μην είμαι μούτρο; Αυτοί εδώ πέρα όλοι τη μία μου λένε έτσι την άλλη μου λένε αλλιώς. Έλεγε κάποιος παράγοντας μπροστά μου, καλό παιδί ο Γιώργος και μετά αλλού πήγε και με σκυλόβρισε. Και πάω και τον βρίσκω και του λέω επειδή στο τηλέφωνο μου τα’ λεγες, άκουσα από το δεύτερο τηλέφωνο τί μου’ λεγες κι ήταν μεγάλο όνομα. Επιτρέπεται του λέω να με βρίζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο, να μην έχεις το θάρρος να μου πεις δεν είσαι εντάξει. Γιατί κανείς δεν είναι τέλειος και εγώ δεν είμαι εντάξει. Να σου πω εντάξει ρε φίλε μου, δεν είμαι τέλειος κάνω κι εγώ τα λάθη μου. Όταν εμένα μου τραβάγανε αυτά τα πράγματα και τα μάθαινα και όταν βρισκόμαστε άρχισαν και μου λέγανε υποκριτικά είσαι πρώτος και είσαι ο καλύτερος και με είχανε θάψει πριν. τί θα’ κανες; Αντιδρούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο που αντιδρούσα. Και τα κανα λίμπα!

Εγώ έκανα τα λάθη μου, γιατί και ποιος δεν τα κάνει, πιτσιρικάδες είμαστε, καβαλάς και το καλάμι. Γιατί φαντάζεσαι να έχεις πενήντα χιλιάδες και από εκεί που δε σε ήξερε ούτε η μάνα σου λένε το όνομα σου και να σε σηκώνουνε; Δεν καβαλάς ένα καλάμι; Εδώ δύο τρεις σου λένε μπράβο και γίνεσαι… Βάλε πενήντα χιλιάδες και ξαφνικά να μην είσαι και κάποιο επίπεδο. Γιατί εκείνη την εποχή που ξεκινήσαμε δεν είχαμε την μόρφωση που θα έπρεπε να έχουμε και κυρίως την κοινωνική μόρφωση.

Όταν έπαιρνα το κύπελλο σηκωνόμουνα στα χέρια, όταν το χάναμε κρυβόμουν κι έφευγα σαν γύφτος ντυμένος. Όταν έβλεπα τις εφημερίδες και έγραφαν ο υπεργίγας Σιδέρης, ο γίγαντας, λέω τί λένε ρε; Οπότε πάω μια μέρα και λέω φέρτε τη μεζούρα να μετρηθώ. Είμαι 1,73 και λέω τί γίνεται ρε; Ξαφνικά όταν βλέπεις αυτά τα πράγματα δεν καβαλάς το καλάμι; Πήγα στο Αίγιο να παίξω και έλεγαν έρχεται ο Σιδέρης, έρχεται ο Σιδέρης, με χίλια πούλμαν να έχουν ταμπέλες μπροστά, νόμιζες ότι ερχόταν ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου να μιλήσει προεκλογικό λόγο. Παίξαμε εκεί, μας κέρδισε το Αίγιο 1-0, αλλά ήταν το πιο ωραίο που είδα στη ζωή μου. Και στο τέλος βλέπω στην πλατεία του Αιγίου που φεύγαμε σαν βρεγμένες γάτες, έναν γάιδαρο που του είχαν βάλει μια ταμπέλα που έγραφε και τώρα φεύγει ο Σιδέρης. Όταν μερικά αστεία είναι έξυπνα και έχουν χιούμορ τα δέχεσαι, αλλά όταν σου λένε τη μάνα την αδερφή και όλες τις χυδαιότητες που υπάρχουν με αυτούς τους ψευτονταήδες που υπάρχουν είναι φοβερό.

Τότε το ποδόσφαιρο δεν είχε και αμοιβές. Δηλαδή τα λεφτά που παίρναμε ήταν λίγα. Και κάποια στιγμή αν πήραμε κάποια λεφτά δεν είναι πόσα παίρνεις αλλά πόσα κρατάς. Και κάποια στιγμή αν καβαλάς και το καλάμι και είσαι για τα μπουζούκια. Εγώ τότε πήγαινα στα μπουζούκια στον Ζαμπέτα τότε, γιατί ήταν η αγάπη μου και φίλος μου τότε και τρελαινόμουνα για τα ρεμπέτικα του Ζαμπέτα. Αλλά βέβαια δεν έκανα και έξαλλα πράγματα. Υπήρχαν και οι αφορμές για να πάμε, κάνανε και οι ομάδες τις γιορτές που κάνανε, αλλά εμείς πηγαίναμε εκεί πέρα, υπήρχανε και ωραίοι φίλοι και ηθοποιοί όπως ήταν ο Κωνσταντάρας φίλος μου, ο Σταυρίδης.

Το καλοκαίρι του 1962 παραλίγο να φύγω απο τον Ολυμπιακό.

Αυτά είναι τα λάθη, δεν υπήρχε ψυχολογική ισορροπία γιατί με την πρώτη αποτυχία στην Ελλάδα έπρεπε να βρουν ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο. Κι εκεί είχαν γίνει πολλά και διάφορα και με βρίζανε κιόλας, διότι όταν η ομάδα δεν τραβάει κάποιος φταίει και αποφάσισα να φύγω. Υπήρχε τότε ένας προπονητής που είχαμε, ο Βάλε που ήταν από την Ιταλία και πήγα στην Ιταλία αλλά δεν έγινε η μεταγραφή γιατί δε μπορούσαν να φύγω, διότι ήταν δύο χρόνια αποκλεισμός, δεν έδινε τη συγκατάθεση του ο Ολυμπιακός με καμία δύναμη, παρότι ήρθαν οι Ιταλοί να πληρώσουν κιόλας. Κι έτσι ήταν το τυχερό μου να μείνω στον Ολυμπιακό. Στον οποίο όμως πέρασα διά πυρός και σιδήρου διότι οι απαιτήσεις όσο γκολ βάζεις τόσα πολλά θέλουν. Εγώ έπαιξα δέκα χρόνια στον Ολυμπιακό και έβαλα 500 τόσα γκολ, 520-530, θέλανε να βάλω 1000. Εγώ βλέπω κάτι άλλους έχουν έρθει παίρνουν τεράστια ποσά, δεν πειράζει χαλάλι τους, είναι πως έρχονται τα πράγματα. Άλλος παίζει βάζει και πληρώνει κι από πάνω κι άλλος… Εγώ δεν κατηγορώ κανέναν, έτσι είναι στο γήπεδο, αυτοί που πάνε κυρίως στο γήπεδο του Ολυμπιακού είναι άνθρωποι πολύ άρρωστοι με την ομάδα, τους δικαιολογώ, δεν μπορούν να ανεχτούν, θέλουν τα πάντα δικά τους κι αν δεν πάνε όλα όπως τα θέλουνε νομίζω εκεί αρχίζει το πράγμα και σκληραίνει για όλους. Είναι μεγάλο βουνό με μεγάλες χαράδρες. Η Μίλαν με ήθελε και για να μην φανεί είχε βάλει την Λανερόσι. Ήταν εταιρίες με μετόχους από τότε και με κρύψαν στα βουνά, βέβαια εγώ κάθισα στην Ιταλία ένα μήνα, δεν ήξερα και τη γλώσσα έπεσαν και τα πρώτα χιόνια, τρελάθηκα και ήρθα πίσω. Ήταν κι ένα παιχνίδι που πλησίαζε με τον Παναθηναϊκό και ήταν και η οικογένεια Λαναράδες που μας υποστήριζαν οικονομικά και με έπεισαν και ήρθα.

Το 1970 με σταματήσανε, τότε χωρίς να είμαι αντιστασιακός που κάποιοι λένε, αλλά επειδή ήμουν ένας τύπος δύσκολος, δεν τα έβρισκα με κάποιους στρατιωτικούς, όχι με όλους, αλλά με πολλούς από αυτούς. Στο τέλος σταμάτησα εδώ πέρα δεν έπαιζε, έμεινα έναν χρόνο χωρίς να παίζω ώσπου στο τέλος πήγα στον Ασλανίδη για τον οποίο έχω καλή εντύπωση για αυτόν τον άνθρωπο, παρά κάτι άλλους. Και του λέω δώσε μου τη μεταγραφή να φύγω γιατί αυτό που κάνουν, δε με αφήνανε ούτε στο γήπεδο να μπω. Πήγα να μπω στο Καραϊσκάκη και μου λένε απαγορεύεται η είσοδος για σένα, τέτοιο πόλεμο νεύρων. Και γι’ αυτό απογοητεύτηκε μετά… Έχω τουλάχιστον την ικανοποίηση που με βλέπει ο κόσμος και με χαιρετάει και δε χρειάζεται τίποτε άλλο. Είναι μεγάλη ικανοποίηση, ο κόσμος έχει ένστικτο που όπου και να πάω, ακόμα κι από άλλες ομάδες, ακόμα και Παναθηναϊκοί και ΑΕΚτζήδες με σέβονται. Γιατί βλέπουν ότι δεν έχω μπλέξει σε πολιτική, να κάτσω να ανακατευτώ. Είναι κακό ο παλιός αθλητής να μπει μέσα και να προκαλεί τον κόσμο για να κάνει και δεύτερη καριέρα σαν παράγοντας. Το πιστεύω είναι πολύ άσχημο. Πρέπει να φεύγεις και να σε θυμάται ο κόσμος. Και να φεύγεις την κατάλληλη στιγμή. Πήγα λοιπόν στον Ασλανίδη και του λέω δώσε μου μεταγραφή. Μιλάμε για σκλαβοπάζαρο. Τεράστιοι παίκτες που έχουν και σήμερα προβλήματα αδικήθηκαν γιατί υπήρχαν άλλοι που από μένα έπαιξαν πολύ πιο πολύ και προσέφεραν πιο πολλά.

Εγώ όταν πήγα στο Βέλγιο κατάλαβα τον πολιτισμό του ποδοσφαίρου. Χτύπησα κάποια στιγμή σε ένα παιχνίδι και πήγαν να ανταποδώσω και κατεβαίνει ο πρόεδρος της ομάδας και μου λέει, σε παρακαλώ αν είσαι εκνευρισμένος δε χρειάζεται να τον σκοτώσεις. Γιατί πήγα να τον σκοτώσω σε μια έφοδο που έκανα και μου λέει εδώ παίζουμε ποδόσφαιρο δε χρειάζεται τέτοιο πράγμα. Τελείωσε το παιχνίδι ήρθε ο άλλος μου είχε τραβήξει μια και μου είχε πρηστεί το πρόσωπο, μου λέει συγγνώμη, δεν το ήθελε ο άνθρωπος, γίναμε φίλοι, δεν υπήρχε αστυνομία στο γήπεδο, ερχόντουσαν γυναίκες, πίνανε καφέ. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα που γίνεται εδώ πέρα να φανατιστούν. Όταν πήγα στο Βέλγιο ξεστραβώθηκα, μου λέει μα τί κάνεις εδώ πέρα, ποδόσφαιρο για την πλάκα μας κάνουμε.

Το 1969, με 35 γκολ αναδείχθηκε 2ος σκόρερ των ευρωπαϊκών εθνικών πρωταθλημάτων και πήρε το “αργυρό παπούτσι”

Είχα το άγχος γιατί ήθελα να βγω πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ εγώ ήμουν πολύ νευρικός και έβριζα μες το γήπεδο, έχω πει… πολλοί έχουν ακούσει. Γι’ αυτό λέω έχουμε κάνει τα λάθη μας, έβριζα πάρα πολύ. Ο Μπεμπέκος λέει τα δικά του και δεν έφαγε τις φάπες του ο ανηψιός μου, γιατί μου έδωσε εκείνη την πάσα και τη γλίτωσε. Αλλά το θέμα είναι ότι ο Βούλγαρος μου την έκανε. Ήταν τελευταίο το παιχνίδι του και τον αφήσανε και έβαλε πέντε γκολ και το πήρε. Εγώ δε θα το δεχόμουν να πάρω έτσι το χρυσό παπούτσι. Μαϊμού ιστορία και στο Παρίσι που πήγα να πάρω το δεύτερο μου είπαν κανονικά εσύ έπρεπε να πάρεις το πρώτο. Δεν πειράζει συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες. Μη λέμε ότι εδώ είμαστε πονηροί παντού είναι.

Αν στην Ελλάδα δεν έχουμε γκρίνια και είμαστε ενωμένοι μπορούμε να κάνουμε πολλά. Παράδειγμα το τί έγινε στην Πορτογαλία. Φτιάξαμε και πήραμε ένα τέτοιο κύπελλο που δεν το περίμενε κανείς. Αυτό τί δείχνει; Ακόμα και τώρα που βλέπω την Εθνική και τα αποτελέσματα που φέρνει δεν έχει να ζηλέψει τίποτα. Άρα γιατί να μην έχουμε πιο πολύ ενδιαφέρον για Έλληνες παίχτες; Λιγάκι πρέπει να το κοιτάξουν αυτοί που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Εγώ δηλαδή πιστεύω ότι στην εποχή τη δική μου αδικηθήκαμε, διότι μαλώσαμε στο τέλος με τον προπονητή, με τον Δομάζο, με τον Γεωργιάδη που είχαμε προπονητή τον Νταν και δεν πήγαμε στο Μεξικό ενώ είχαμε φτάσει στη βρύση και νερό δεν ήπιαμε. Την προηγούμενη πενταετία τρώγαμε εφτά γκολ, αλλά μετά βγήκε μια γενιά ποδοσφαιριστών πολύ δυνατών. Δηλαδή τώρα παίκτη σαν τον Λουκανίδη, δεκαθλητής για μένα, τον Δομάζο, τον Παπαϊωάννου, τον Κούδα μετά και άλλους που ξεχνάω, ύστερα μετά στον Ολυμπικαό βγήκε ο Γιούτσος, τεράστιος παίκτης, ο Μποτίνος επίσης, και πολλοί άλλοι, Στεφανάκος, είχαμε τεράστιους δυνατούς παίκτες οι οποίοι ήταν αθλητές.

Δεν πάω στο γήπεδο γιατί έχω είκοσι χρόνια να πάω. Απλώς παρακολουθώ από την τηλεόραση, διότι δε με ευχαριστεί ο τρόπος που παίζουν οι ομάδες. Δεν τα δίνουνε. Έχουν μόνο συμμετοχή. Εγώ βλέπω τώρα εδώ τα παιδιά που σκοτώνονται με σουγιάδες και τέτοια. Επιτρέπεται να γίνονται αυτά τα πράγματα; Και στο κάτω-κάτω η Ελλάδα τί έχει σαν παράδοση; Την φιλοξενία. Όταν κάποιον θέλουμε να τον υποδεχτούμε δινόμαστε και κάνουμε τα πάντα. Και ξαφνικά έχουμε γίνει οι μεν να σφάξουμε τους δε. Εγώ δεν πάω στο γήπεδο γιατί πήγα σε κάτι γήπεδα και μου ήρθανε κάτι μπουκάλια και λέω γιατί τί έκανα και μου ρίχνουνε; Δε θα πω που. Δυστυχώς δεν υπάρχει σεβασμός.

Εγώ βέβαια λυπάμαι κι αυτούς τους παράγοντες που είναι στις μεγάλες ομάδες, διότι όσα και λεφτά να βάλουνε στο τέλος θα βρεθούνε να χρωστάνε όπως χρωστάει η Ελλάδα στο εξωτερικό. Το ποδόσφαιρο δε μπορεί να γίνει με το χρήμα το πολύ, διότι δεν έχει η αγορά στην Ελλάδα τη δύναμη, να έχει γήπεδα πενήντα εκατό χιλιάδων θέσεων. Είναι υπερβολή και γι’ αυτό βλέπεις ότι τώρα οι περισσότερες ομάδες συμμετέχουν και υπάρχουν και δύο ομάδες που διεκδικούν το πρωτάθλημα. Δεν έχει ενδιαφέρον μετά το πράγμα.

Όταν υπάρχουν όλα αυτά τα πράγματα και δεν υπάρχει ισορροπία να υπάρχει δικαιοσύνη σωστή και να υπάρχει ένα κράτος συγκροτημένο το οποίο να μας κάνει να το σεβαστούμε κάποια στιγμή και είμαστε έτοιμοι να σφαχτούμε και μεταξύ μας. Εγώ βλέπω το λαό, του έχουν ανάψει τα λαμπάκια και δε μπορείς να βλέπεις μια χώρα και υπάρχει η απληστία και είναι 11 εκατομμύρια Έλληνες και πεινάνε ενώ μπορεί να ζήσει 300 εκατομμύρια αν δεν υπάρχει η απληστία. Και έχει μπει το σύστημα της παγκοσμιοποίησης και σαχλαμάρες. Εδώ αυτή τη στιγμή είναι απλό το πράγμα. Έλα εδώ κύριε έχεις τόσα; Το Ισραήλ όταν είχε πρόβλημα το 67′ , μου το είπε ένας φίλος μου Εβραίος στην Αμβέρσα, φώναξε το κράτος ο ραβίνος, ο γενικός διευθυντής και είπε σε όλους έλα δω, θα βάλεις τόσα λεφτά να δώσουμε και στους άλλους. Τί θα τα κάνεις τα λεφτά; Θα πάρεις το ξύλινο κοστούμι να έχεις τα ραδίκια ανάποδα να τα δεις; Χαλάστε τα λεφτά δώστε τα εκεί να φάει κι ο άλλος, έτσι δεν είναι;

Εγώ πολιτικάντης δεν είμαι, θέλω κάποια στιγμή αυτό το λαό, πρέπει να τον σεβαστούμε, με τέτοια ιστορία. δεν επιτρέπεται να τον κάνουμε σκουπίδι όπως τον έχουμε και να τρέχουμε μόνο εκεί για το τί θα του εισπράξουμε. Και γι’ αυτό υπάρχουνε συστήματα και θα πρέπει κάποια στιγμή όλοι να βάλουμε το χέρι στην παντελόνα και να δώσουμε και στους άλλους.

Γιώργος Σιδέρης

Είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του ελληνικού Κυπέλλου με 73 γκολ.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε συνολικά 542 τέρματα, εκ των οποίων τουλάχιστον 351 σε επίσημους αγώνες, αριθμοί μεγαλύτεροι από οποιοδήποτε άλλου παίκτη στην ελληνική ποδοσφαιρική ιστορία.

Τελευταία Αρθρα

Ρουντ Κρολ, η ακρίβεια της κίνησης

Ο Ρουντ Κρολ ήταν ένας μοναδικός παίκτης. Μοναδικός γιατί ξεκίνησε στην ομάδα νέων του Άγιαξ...

10 Μαρτίου 1998! Παγκόσμια ημέρα Στρούντζ…

«Στρούντζ! Ο Στρουντζ είναι εδώ δύο χρόνια, έχει παίξει μετρημένα παιχνίδια, είναι πάντα τραυματίας. Τι έχει...

Τζίμι Φλόιντ Χασελμπάινκ… Σέντερ φορ ολκής

Παραμαρίμπο, Σουρινάμ. Πόσες φορές έχουμε διαβάσει το όνομα αυτής της μικρής πολιτείας (που βρίσκεται ακριβώς...

Ο Αντόνιο Κόντε, πάντα ήταν ”άρρωστος” με την νίκη

«17 Μαΐου 2014, μεσημέρι, αθλητικό κέντρο Vinovo.Στην έδρα της ομάδας στα περίχωρα του Τορίνο...

Παρομοια αρθρα

Ρουντ Κρολ, η ακρίβεια της κίνησης

Ο Ρουντ Κρολ ήταν ένας μοναδικός παίκτης. Μοναδικός γιατί ξεκίνησε στην ομάδα νέων του Άγιαξ...

10 Μαρτίου 1998! Παγκόσμια ημέρα Στρούντζ…

«Στρούντζ! Ο Στρουντζ είναι εδώ δύο χρόνια, έχει παίξει μετρημένα παιχνίδια, είναι πάντα τραυματίας. Τι έχει...

Τζίμι Φλόιντ Χασελμπάινκ… Σέντερ φορ ολκής

Παραμαρίμπο, Σουρινάμ. Πόσες φορές έχουμε διαβάσει το όνομα αυτής της μικρής πολιτείας (που βρίσκεται ακριβώς...