Γεννήθηκε στο Τορόντο.
Πρώτη του ομάδα ήταν o Φιλαθλητικός Καρδίτσας, όπου και ζούσε από την μικρή του ηλικία. Το 1994 αποκτήθηκε από τον ΠΑΟΚ με τον οποίο κατέκτησε 2 Κύπελλα Ελλάδας (1995,1999).
Ήταν φιναλίστ του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1996.
Το 2001 μεταγράφηκε στον Παναθηναικό.
Με τον Παναθηναικό κατέκτησε το 2002 την Ευρωλίγκα.
Την επόμενη χρονιά αγωνίστηκε στην NBA Development League με την Χάντσβιλ Φλάιτ.
Τη σεζόν 2003-2004 αποκτήθηκε από τον Πανιώνιο και στο τέλος της κανονικής περιόδου μετακόμισε στην Ουνικάχα Μάλαγα.
Την σεζόν 2005-2006 αναδείχθηκε πρωταθλητής Ουκρανίας με την Κίεβ Μπάσκετ, την επόμενη χρονιά αγωνίστηκε στην Κάχα Σαν Φερνάντο, στην συνέχεια στον Άρη και πάλι στον Πανιώνιο, στην ΑΕΛ Λεμεσού, στην Βουλιαγμένη, στα Εκπαιδευτήρια Δούκα, στον Ηρακλή Κοζάνης, στον Αργοναύτη, στην Μεντ, στην Νάξο και στην Ακράτα!
Με την Εθνική Ελλάδος έχει αγωνιστεί 63 φορές και έχει σημειώσει 349 πόντους.
Έχει κατακτήσει την 4η θέση στο Ευρωμπάσκετ 1997, Ευρωμπάσκετ 1999 και έχει συμμετάσχει στο Ευρωμπάσκετ 2001.
Έχει ακόμα κατακτήσει με την Εθνική παίδων το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ Παίδων το 1993.
”Ο πατέρας μου είχε μια χαρτοπαικτική λέσχη και η μητέρα μου ήταν στο Swiss Chalet, εστιατόριο με κοτόπουλα”.
” Ελληνικά μίλησα στην Α’ Γυμνασίου.
Οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες και μας μεγάλωσαν babysitters -την αδελφή μου κι εμένα.
Δεν ήταν ότι δεν μιλούσαμε ελληνικά, αλλά δεν ήταν στην καθημερινότητα μας”.
Ο Γιάννης ήρθε στα 8 στην Ελλάδα και μπήκε στη Β’ Δημοτικού… “χωρίς να ‘χω βασικές γνώσεις.
Και γι’ αυτό μίλησα τηn γλώσσα στο Γυμνάσιο.
Hμουν πάντα ένα κεφάλι πιο ψηλός από όλους.
Στην περιφέρεια κάθε πόλη έχει πολλά χωριά.
Τότε δεν υπήρχαν παντού Γυμνάσια και Λύκεια.
Έρχονταν τα παιδιά από τα χωριά, με τα λεωφορεία.
Το 50% ήταν Αϊνστάιν και το άλλο 50% παιδιά που δεν τα ‘έπαιρναν’, κυρίως γιατί δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια.
Στην Καρδίτσα δεν υπήρχαν μαθητές του 14 και του 16.
Ήταν ή του 10 ή του 20”.
Περνούσε τις τάξεις, χάρη στη μητέρα του, που πήγαινε κάθε καλοκαίρι με ένα κουτί γλυκά. Οι προσθέσεις, οι αφαιρέσεις, οι σκέψεις, τα όνειρα, τα έκανα όλα στα αγγλικά.
Η αδελφή μου, από την άλλη ήταν μαθήτρια του 20”.
Στη θετική ανάγνωση αυτής της κατάστασης “όταν έπαιξα μπάσκετ και πήγα στον ΠΑΟΚ, έκανα περισσότερη παρέα με τους ξένους γιατί αισθανόμουν πιο άνετα.
Οι προπονητές μου, μου μιλούσαν αγγλικά”.
Μέσα από το μπάσκετ απέκτησε μια δεύτερη οικογένεια.
“Σε κάθε ομάδα είχα 11-12 αδέλφια.
Μπορεί να μη γούσταρα κάποιον.
Στο μυαλό μου ήμουν υποχρεωμένος κατ’ αρχάς να τον αγαπάω, να συνεργάζομαι μαζί του και να είμαστε στην ίδια ‘σελίδα’.
Να σου πω για τον Μπαλογιάννη, με τον οποίον ήμασταν οκτώ χρόνια μαζί στον ΠΑΟΚ και έναν στον Παναθηναϊκό.
Δεν έχουμε πάει έστω για έναν καφέ.
Αν όμως, μου πει ‘πήγαινε σκότωσε αυτόν’, θα πάω.
Αυτό σημαίνει για εμένα αδελφός.
Μπορεί να ήμουν τρελόπαιδο και χαβαλές, αλλά την ώρα του αγώνα, όποιος δεν ήταν έτοιμος, δεν έβγαινε από τα αποδυτήρια.
Έχω κάνει τα πάντα για να αποφύγω προπόνηση.
Είχα βάλει βαμβάκι στο στόμα μου για να πείσω ότι είχα πρηστεί.
Έβαλα φίλο μου να πάρει τηλέφωνο για βόμβα στο ‘Παλέ’.
Κάναμε μίτινγκ με Ρεντζιά και Στογιάκοβιτς να βρούμε τραυματισμούς που δεν υπάρχουν! Όταν όμως, άρχιζε ο αγώνας έδινα τη ψυχή μου.
Η μόνη περίοδος που άλλαξα τροπάριο, σε ό,τι αφορά τις προπονήσεις ήταν στον Παναθηναϊκό.
Εκεί υπερπροπονήθηκα και έπαθα και το άλλο, ο Ομπράντοβιτς σου έλεγε τι έπρεπε να κάνεις και το έκανες.
Εμένα στην αρχή δεν με έβαζε να παίζω”.
Παραδέχεται ότι “αν έκανα ό,τι ο Πέτζα, θα γινόμουν καλύτερος παίκτης, αλλά δεν θα ήμουν χαρούμενος.
Σε όλη μου τη ζωή έχω κάνει τρεις φορές ατομική προπόνηση.
Και μια φορά που πήγα και έφυγα σε πέντε λεπτά.
Με είχε ζαλίσει ο Στογιάκοβιτς, να πάμε σε ρεπό να προπονηθούμε.
Μου είχε ‘φάει’ τα μυαλά, μου έλεγε πως θα πάμε στο ΝΒΑ, τέλος πάντων πήγα.
Αρχίσαμε τα σουτ, είχε 11/20 και εγώ 17/20.
Γύρισα και έφυγα.
Ήξερα πως ήμουν καλός, ότι είχα ταλέντο και για αυτό δεν προσπαθούσα πολύ.
Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνουν πολλοί αθλητές.
Το φαγητό είναι ‘καύσιμο’, δεν είναι απόλαυση.
Έτσι το ‘χα στο μυαλό μου από παιδί.
Όταν πεινάσω θα φάω κάτι που θα μου δώσει ενέργεια.
Έχω τώρα τον Ρεντζιά, ο οποίος κάνει μιάμιση ώρα να φάει! Τρεις φορές έρχονται οι σερβιτόροι να πάρουν το πιάτο και λέει ‘δεν τελείωσα’.
Εγώ τρώω σε μηδενικό χρόνο, ο Ευθύμης θέλει μια ώρα και ο Στογιάκοβιτς περιμένει να δει ποιος θα νευριάσει πρώτος με τον άλλον.
Έτυχα σε ομάδα που ήταν πανίσχυρη και είχε παιχταράδες και η δουλειά μου ήταν εύκολη. Είχα ρόλο, έπρεπε να ‘καθαρίσω’ τον αμυντικό του Πρέλεβιτς και μετά του Στογιάκοβιτς, ώστε να σουτάρουν ελεύθεροι.
Έπρεπε να καλύπτω τον Ρεντζιά στην άμυνα, γιατί εκείνος ήταν καλύτερος από εμένα στην επίθεση.
Ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
Να παίξω άμυνα, να κάνω τα σκριν μου.
Πράγματα που τώρα δεν κάνει κανείς, γιατί οι προπονητές νομίζουν πως ουδείς παίκτης μπορεί να παίξει πάνω από 4 λεπτά στο 100% -βάσει μετρήσεων.
Είναι δυνατόν να κάνεις δυο ώρες προπόνηση και να μην μπορείς να αγωνιστείς πάνω από 4′ όπως πρέπει;
Για αυτό δεν υπάρχουν πια παίκτες ‘σημαίες.
Πάντα παίρναμε ξένους ψηλούς.
Κάποια στιγμή είπαμε ‘δεν γίνεται να είμαστε ταλέντα και να φέρνεται άλλους’.
Αρχίσαμε λοιπόν, να δουλεύουμε επί ενός συγκεκριμένου στιλ, γιατί ήμασταν ακριβώς το αντίθετο.
Αυτή η παρέα στενοχωριόταν στις ήττες.“Αν τυχόν χάναμε νιώθαμε πως έπρεπε να νικήσουμε, για να ρεφάρουμε.
Να συνέλθουμε και να βγούμε στη Νίκης.
Κάθε Τρίτη κυκλοφορούσε το ‘Τρίποντο’.
Το έπαιρναν όλοι.
Αν δεν είχες παίξει καλά, δεν μπορούσες να πας για καφέ.
Τις καλές εποχές δεν είχαμε πληρώσει πουθενά! Ποιος να μας πάρει λεφτά;”.
Γιάννης Γιαννούλης, στο Contra.gr
