“Ο Τότι έφτασε στο σημείο με αυτοπεποίθηση.
Ψυχρός και ήρεμος.
Ήμουν σίγουρος ότι θα σκοράρει, ακόμα κι’αν δεν περίμενα ποτέ το περίφημο “κουτάλι”. Ώρες αργότερα, μου είπαν ότι ενώ επρόκειτο να εκτελέσει είχε ανακοινώσει την πρόθεσή του στους συμπαίκτες του, όπως ένας παίκτης μπιλιάρδου «δηλώνει» την βολή πριν την εκτελέσει.
Ξέρω ότι κάποιος στα αποδυτήρια δεν ήθελε να μου το πει, νομίζοντας ότι θα θύμωνα με κάτι που μπορεί να φαινόταν σαν το καύχημα ενός αλαζονικού παιδιού.
Αλλά, προφανώς, κάποιος δεν με ήξερε καλά.
Δεν με νοιάζει πώς μπαίνει η μπάλα, με νοιάζει που μπαίνει.
Και το να την αφήσει να μπει έτσι είναι το βάρος του πρωταθλητή, ο οποίος από ό,τι με αφορά, αν είναι αληθινός πρωταθλητής -όπως είναι ο Τόττι- μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.
Αυτές οι στιγμές είναι ευαίσθητα πράγματα, πράγματα ενστίκτου, συναισθημάτων, τεχνικής. Όλα βασίζονται σε μια πολύ λεπτή ισορροπία, μια ένταση κάτω από το δέρμα που είναι δύσκολο να εξηγηθεί.
Η παρέμβαση στις επιλογές ενός παίκτη σε μια τέτοια κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά.
Κάποιος σαν τον Τόττι, με το ταλέντο που έχει, είναι το καλύτερο για αυτόν να κάνει ακριβώς αυτό που του υπαγορεύει το ένστικτό του εκείνη τη στιγμή.
Αν το είχε χτυπήσει αλλιώς, ίσως να το έπιανε ο Φαν ντερ Σάαρ.
Οι Ολλανδοί είχαν χάσει ακριβώς τη στιγμή που ο Φαν ντερ Σάαρ είχε βουτήξει στα δεξιά του, πεπεισμένος ότι ο Τότι θα το είχε στείλει εκεί, ενώ η μπάλα πέταξε κοροϊδευτικά από πάνω του, αργά, αργά και βασανιστηκά.
Το κουτάλι του Τόττι εναντίον της Ολλανδίας σε εκείνο το ματς του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, αν δεν έμπαινε, θα ήταν η απερίσκεπτη ενέργεια ενός μεγαλομανούς, ενός αιώνιου παιδιού.
Αντίθετα, ήταν η ιδιοφυΐα ενός πρωταθλητή, που συνέτριψε τις τελευταίες φιλοδοξίες μιας εξουθενωμένης ομάδας και μας εκτόξευσε προς τον τελικό».
Ντίνο Τζοφ
