«Το να μιλάς για τον Τόττι ως ποδοσφαιριστή είναι μια σημαντική ρητορία. Ήξερε να κάνει τα πάντα στον αγωνιστικό χώρο. Και ήξερε να τα κάνει καλά. Είχε ένα βασικό χαρακτηριστικό, δεν έχανε ποτέ την μπάλα. Ο Τόττι έβλεπε διαδρόμους και οράματα εκεί που άλλοι δεν θα έβλεπαν ακόμα κι αν έπαιζαν χωρίς αντιπάλους. Κατείχε όλο τον χρόνο παιχνιδιού, κλωτσούσε τέλεια και με τα δύο πόδια, σκόραρε με κάθε τρόπο. Εναλλάσσονταν μεταξύ ελαφρότητας αφής και δύναμης, ευαίσθητης λόμπας και σουτ δυναμίτη. Πάντα χτυπούσε γεμάτα την μπάλα και φώναζε παμε! Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια τον ήχο της πρόσκρουσης του ποδιού του με την μπάλα, αλλά ήταν δυνατός, «στρογγυλός». Δεν ήμουν πια προπονητής του, αλλά συνέχισα να τον θαυμάζω από άλλους πάγκους όταν σε μια συνέντευξη με ρώτησαν ποιοι ήταν οι πέντε καλύτεροι παίκτες στη Serie A και απάντησα... «Τόττι, Τόττι, Τόττι, Τόττι και Τόττι». Ήξερε πώς να φωτίζει την καριέρα του και να κάνει πολλούς συμπαίκτες να λάμπουν με το ανακυκλωμένο φως, χωρίς να το αφήνει ποτέ να βαραίνει, μια στάση κοινή μόνο σε μερικούς άλλους μεγάλους όπως ο Μαραντόνα. Πιστέψτε με, δεν είναι απλό. Δεν είναι εύκολο να είσαι βασιλιάς και να παραμένεις ταπεινός. Ο πιο δυνατός, πιο ολοκληρωμένος παίκτης που έχω προπονήσει ποτέ και μαζί με τον Ριβέρα και τον Μπάτζιο, τον μεγαλύτερο παίκτη σταρ στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου που έχω δει να παίζει. Προφανώς είναι προσωπική άποψη και δεν μειώνει τα προσόντα άλλων μεγάλων πρωταθλητών όπως ο Μαντσίνι, ο Τζόλα, ο Ντελ Πιέρο... Θεωρώ όμως τον Τότι την εξέλιξη του είδους, τον αληθινό σύγχρονο αριθμό 10. Ήμουν τυχερός, όχι μόνο γιατί μπορώ να πω ότι έχω δει τον Τόττι να παίζει είκοσι πέντε χρόνια, αλλά γιατί τον έχω προπονήσει και σε δύο περιόδους». Zdenek Zeman