Ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα, ήταν Πορτογάλος ποδοσφαιριστής από τη Μοζαμβίκη, που αγωνιζόταν στη θέση του επιθετικού. Αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Ο Εουσέμπιο έπαιξε σε πολλές ομάδες, αλλά αναδείχτηκε με την ομάδα της Μπενφίκα, σκοράροντας 319 γκολ σε 313 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα, καταφέρνοντας να γίνει ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στην ομάδα του και οδηγώντας την στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1962.
Το 1965 κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα ως κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής.
Γνωστός και ως “μαύρος πάνθηρας” είχε σημαντική συνεισφορά του σε επίπεδο εθνικών ομάδων, βοηθώντας την Εθνική Πορτογαλίας να κατακτήσει την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, που διεξήχθη στην Αγγλία.
Ο Εουσέμπιο γεννήθηκε στην πόλη Λοουρένσο Μάρκες, το σημερινό Μαπούτο, της Πορτογαλικής Ανατολικής Αφρικής (σημερινή Μοζαμβίκη), στη γειτονιά Μαφαλάλα, στις 25 Ιανουαρίου 1942.
Ο πατέρας του λεγόταν Λαουρίντο Αντόνιο Φερέιρα ντα Σίλβα και ήταν ένας λευκός εργάτης σιδηροδρόμων από το Μαλάνζε της Ανγκόλας.
Η μητέρα του ονομαζόταν Ελίζα Ανισσαμπένι και ήταν μια μαύρη γυναίκα από την Μοζαμβίκη.
Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Μεγαλωμένος σε μια εξαιρετικά φτωχή κοινωνία, συνήθιζε να φεύγει από το σχολείο για να παίξει ξυπόλητος ποδόσφαιρο με τους φίλους του σε αλάνες, με αυτοσχέδιες μπάλες ποδοσφαίρου.
Ο πατέρας του πέθανε από τέτανο όταν ο Εουσέμπιο ήταν 8 χρονών. Έτσι η μητέρα του ανέλαβε αποκλειστικά τη φροντίδα των παιδιών της.
Με τους φίλους του σχημάτισαν μια τοπική ερασιτεχνική ομάδα ποδοσφαίρου που την ονόμασαν Os Brasileiros (Οι Βραζιλιάνοι), προς τιμήν της μεγάλης ομάδας της Εθνική Βραζιλίας της δεκαετίας του 1950.
Οι μπάλες που χρησιμοποιούσαν γίνονταν από κάλτσες και εφημερίδες.
Προσπάθησε να μπει, μαζί με μερικούς φίλους του, στις τάξεις της Γκρούπο Ντεπορτίβο ντε Λοουρένσο ντε Μάρκες ( Grupo Desportivo de Lourenço de Marques), την αγαπημένη του ομάδα που τροφοδοτούσε με ταλέντα την ομάδα της Μπενφίκα, όπως για παράδειγμα τον Μάριο Κολούνα που αγωνιζόταν σε αυτή πριν μετακινηθεί στην ομάδα της Λισαβόνας.
Όμως απορρίφθηκε, χωρίς καν να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει το ταλέντο του.
Στη συνέχεια απευθύνθηκε και κατάφερε να ενταχθεί στην ομάδα της Σπόρτινγκ Κλουμπ ντε Λοουρένσο Μάρκες ( Sporting Clube de Lourenço Marques).
Ο ίδιος έχει επιβεβαιώσει πως ένας πρώην τερματοφύλακας της Γιουβέντους τον είχε παρακολουθήσει και ενδιαφερθεί για αυτόν, όταν ήταν 15 χρονών:
«Όταν ήμουν 15, η Γιουβέντους από την Ιταλία, ήθελε να με αποκτήσει, επειδή ένας από τους σκάουτερ της, ο οποίος ήταν ένας διάσημος Ιταλός τερματοφύλακας της, με είδε και τους είπε ότι υπήρχε ένα αγόρι με δυναμική, που θα ήταν καλό να εκμεταλλευτούν, ενώ ήμουν ακόμα άγνωστος.
Η Γιουβέντους έκανε πρόταση αλλά η μάνα μου ποτέ δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από κανέναν».
Ο Εουσέμπιο έπαιξε δύο περιόδους με την νεανική ομάδα της Σπόρτινγκ, ενώ έκανε και μερικές εμφανίσεις με την ανδρική ομάδα κατακτώντας έτσι το Περιφερειακό Πρωτάθλημα Μοζαμβίκης και το Πρωτάθλημα του Λοουρένσο Μάρκες στην τελευταία του σεζόν το 1960.
Στην Μοζαμβίκη σημείωσε 77 τέρματα σε 42 αγώνες πρωταθλήματος.
Το 1960 σε ηλικία 18 χρονών εντάσσεται στην ομάδα της Μπενφίκα.
Τον παίκτη είχε παρακολουθήσει ο βραζιλιάνος πρώην ποδοσφαιριστής Χοσέ Κάρλος Μπάουερ.
Ο Εουσέμπιο ξεχώριζε για την ταχύτητά του, καθώς μπορούσε να τρέξει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα, ενώ η φυσική του δύναμη και τα ισχυρότατα σουτ του ήταν στα βασικά του προσόντα.
Ο Μπάουερ συνέστησε αρχικά τον Εουσέμπιο στην πρώην του ομάδα, Σάο Πάολο, αλλά εκείνοι τον απέρριψαν. Τότε απευθύνθηκε στον πρώην προπονητή της ομάδας, τον Μπέλα Γκούτμαν, ο οποίος εργαζόταν εκείνη την περίοδο στην ομάδα της Μπενφίκα.
Ωστόσο επρόκειτο για μια κίνηση αμφιλεγόμενη, καθώς η Σπόρτινγκ Λοουρένσο Μάρκες ήταν θυγατρική της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, η οποία αμφισβήτησε τη νομιμότητα της μεταγραφής.
Σύμφωνα με τον Εουσέμπιο:
«Έπαιζα στην ομάδα τροφοδότη της Σπόρτινγκ στη Μοζαμβίκη, η Μπενφίκα ήθελε να με πληρώσει με ένα συμβόλαιο για να πάω, ενώ η Σπόρτινγκ ήθελε να με πάρει ως ταλέντο για να αποκτήσω εμπειρία χωρίς χρηματική ανταμοιβή.
Η Μπενφίκα έκανε μια καλή προσέγγιση. Πήγαν να μιλήσουν με τη μητέρα μου, τον αδελφό μου και προσέφεραν 1.000 ευρώ για τρία χρόνια.
Ο αδελφός μου ζήτησε τα διπλά και θα αυτοί τα κατέβαλαν.
Υπέγραψαν συμβόλαιο με την μητέρα μου και πήρε τα χρήματα».
Μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 1960, ο Εουσέμπιο είχε φτάσει στη Λισαβόνα, απ’ όπου εστάλη στο Λάγος, στο Αλγκράβε, καθώς η Μπενφίκα φοβόταν μια επιχείρηση «απαγωγής» του από την Σπόρτινγκ.
Η μεταφορά του έγινε με το όνομα Ρουθ Μαλόσο.
Παρέμεινε εκεί για 12 ημέρες, έως ότου σωπάσει η αναταραχή από τη μεταγραφή.
Ο ίδιος ο Εουσέμπιο σκεφτόταν την επιστροφή του στην πατρίδα του, αλλά η μητέρα του τον έπεισε να παραμείνει στην Πορτογαλία.
Τελικά, η Μπενφίκα κατάφερε να τον καταγράψει στη λίστα της ομάδας της τον Μάιο του επόμενου έτους.
Ο Εουσέμπιο έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τα χρώματά της με αντίπαλο την Ατλέτικο Κλούμπε ντε Πορτουγάλ, σε φιλικό παιχνίδι στις 23 Μαΐου 1961, σημειώνοντας χατ-τρικ στη νίκη με 4–2.
Το ντεμπούτο του σε επίσημο αγώνα πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουνίου 1961, έναντι στην Βιτόρια Σετούμπαλ, στον επαναληπτικό του 3ου γύρου του Κυπέλλου Πορτογαλίας της αγωνιστικής περιόδου 1960–1961.
Το παιχνίδι είχε προγραμματιστεί για την επομένη του τελικού του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου η Μπενφίκα αντιμετώπισε την ομάδα της Μπαρτσελόνα, χωρίς η Πορτογαλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία να αναβάλει το παιχνίδι του Κυπέλλο Πορτογαλίας.
Έτσι η ομάδα αγωνίστηκε στον αγώνα αυτό με τους αναπληρωματικούς της και έχασε με 1–4.
Το μοναδικό γκολ της Μπενφίκα πέτυχε ο Εουσέμπιο, αλλά δεν ήταν αρκετό για να προκριθεί η ομάδα του από τον γύρο (4–5 στο σύνολο).
Στον ίδιο αγώνα, ο Εουσέμπιο έχασε ένα πέναλτι, το πρώτο από τα πέντε συνολικά που έχασε σε όλη την καριέρα του.
Στις 10 Ιουνίου 1961 αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας, την τελευταία αγωνιστική κόντρα στη Μπελενένσες, όπου σκόραρε ένα γκολ στη νίκη της Μπενφίκα με 4–0.
Στις 15 Ιουνίου, η Μπενφίκα έπαιξε στον τελικό του Τουρνουά του Παρισιού ενάντια στη Σάντος του Πελέ. Στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, με την Μπενφίκα να χάνει με 0–4, ο Μπέλα Γκούτμαν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Εουσέμπιο σαν αλλαγή.
Αμέσως μετά την πραγματοποίηση της αλλαγής η Σάντος πέτυχε και πέμπτο τέρμα.
Ωστόσο, μεταξύ του 63ου και του 80ου λεπτού, ο Εουσέμπιο κατάφερε να σημειώσει 3 γκολ και να κερδίσει ένα πέναλτι, με τον Χοσέ Αουγκούστο όμως να αποτυγχάνει να σκοράρει κατά την εκτέλεσή του.
Το παιχνίδι τελείωσε 6–3 για την Σάντος, με τον Εουσέμπιο να γίνεται εξώφυλλο της κορυφαίας γαλλικής εφημερίδας L’Équipe.
Η επόμενη σεζόν θα ήταν αυτή κατά την οποία θα άρχιζε να κερδίζει την παγκόσμια αναγνώριση, σκοράροντας 12 γκολ σε 17 αγώνες πρωταθλήματος (παρά το γεγονός πως η ομάδα τερμάτισε στην τρίτη θέση), κατακτώντας το Κύπελλο Πορτογαλίας απέναντι στη Βιτόρια Σετούμπαλ, με τον ίδιο να πετυχαίνει δύο γκολ στον τελικό και κερδίζοντας το Ευρωπαϊκό Κύπελλο με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης.
Στον τελικό μάλιστα, όπου η Μπενφίκα νίκησε την Ισπανική ομάδα με 5–3, ο Εουσέμπιο πέτυχε δύο γκολ για την ομάδα του.
Έτσι κατάφερε να τερματίσει στη δεύτερη θέση για το βραβείο της Χρυσής Μπάλας του 1962, στην πρώτη πλήρη του χρονιά ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Η Γιουβέντους έκανε δελεαστική πρόταση για να τον αποκτήσει αλλά κλήθηκε στη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια ενδιαφέρον ξένων μεγάλων συλλόγων έπεσαν στο κενό.
Με τον Εουσέμπιο, η Μπενφίκα έφτασε μέχρι τους τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης και το 1963, το 1965 και το 1968, χωρίς όμως να καταφέρει να το κατακτήσει.
Στην ήττα το 1968, από την πρωταθλήτρια Αγγλίας Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Γουέμπλεϊ, και ενώ το σκορ του αγώνα ήταν στο 1–1, έφτασε κοντά στο γκολ στις καθυστερήσεις του αγώνα, με τον τερματοφύλακα της ομάδας του Μάντσεστερ Άλεξ Στέπνεϊ να πραγματοποιεί μια θεαματική απόκρουση στο σουτ που επιχείρησε.
Η Γιουνάιτεντ κέρδισε τελικά στην παράταση με 4–1. Ο Εουσέμπιο συνεχάρη ανοιχτά τον Στέπνεϊ για την εμφάνισή του σε όλο το παιχνίδι, σταματώντας για να χειροκροτήσει τον τερματοφύλακα της Γιουνάιτεντ καθώς επανέφερε την μπάλα στο παιχνίδι.
Το 1965 ψηφίστηκε ως καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής της χρονιάς (Χρυσή Μπάλα) ενώ εκτός από το 1962, κατέλαβε άλλη μια φορά τη δεύτερη θέση, το 1966.
Το 1968 ήταν ο νικητής του βραβείου του Χρυσού Παπουτσιού, που απονεμόταν για πρώτη φορά, ως πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη με 42 γκολ. Το ίδιο κατόρθωμα επανέλαβε πέντε χρόνια αργότερα.
Ήταν ο πρώτος σκόρερ της Πρωταθλήματος Πορτογαλίας επτά φορές (1964, 1965, 1966, 1967, 1968, 1970 και 1973), βοηθώντας τη Μπενφίκα να κατακτήσει 11 φορές το πρωτάθλημα, 5 φορές το Κύπελλο και μία φορά το Κύπελλο Πρωταθλητριών (1961–62).
Σημείωσε 638 γκολ σε 614 αγώνες φορώντας τη φανέλα της Μπενφίκα, συμπεριλαμβανομένων 319 γκολ σε 313 αγώνες Πρωταθλήματος, 97 γκολ σε 60 αγώνες Κυπέλλου Πορτογαλίας και 57 γκολ σε 76 ευρωπαϊκούς αγώνες (65 παιχνίδια στο Πρωταθλητριών, 7 αγώνες στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 4 αγώνες στο Κύπελλο UEFA).
Το τελευταίο παιχνίδι του με την φανέλα Μπενφίκα ήταν στις 18 Ιουνίου 1975, απέναντι στη Μικτή Αφρικής στην Καζαμπλάνκα.
Ο Εουσέμπιο συνέχισε την καριέρα του στη Βόρεια Αμερική, με δύο ενδιάμεσες περιόδους κατά τις οποίες επέστρεψε στην Πορτογαλία : το 1976–77 για να αγωνιστεί με την Μπέιρα-Μαρ (πρώτη κατηγορία) και το 1977–78 για λογαριασμό της Ουνιάο ντε Τομάρ (δεύτερη κατηγορία).
Στο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου Βορείου Αμερικής (NASL), αγωνίστηκε με τρεις διαφορετικές ομάδες, από το 1975 έως το 1977: με τις Μπόστον Μίνιτμεν (1975), Τορόντο Μέτρος-Κροέσια (1976) και Λας Βέγκας Κουικσίλβερς (1977). Η πιο επιτυχημένη σεζόν του στο NASL ήταν το 1976, με την Τορόντο Μετρός-Κροάσια, όπου σκοράροντας στον τελικό της διοργάνωσης στη νίκη της ομάδας με 3–0 κατάφερε να κατακτήσει μαζί της τον τίτλο του NASL.
Την ίδια χρονιά, έπαιξε δέκα παιχνίδια για την ΚΦ Μοντερρέι του Μεξικού στο Μεξικανικό πρωτάθλημα.
Η επόμενη χρονιά (1977), υπέγραψε στους Λας Βέγκας Κουικσίλβερς.
Με τους τραυματισμούς να τον έχουν καταβάλει κατάφερε να σκοράρει μόνο δύο γκολ σε όλη τη χρονιά. Αν και η κατάσταση των γονάτων του στοίχισαν από τον Εουσέμπιο τη δυνατότητα να συνεχίσει στο NASL, ο ίδιος δεν ήθελε να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Επέστρεψε αρχικά στην Πορτογαλία για την Ουνιάο ντε Τομάρ και το 1978 επέστρεψε στις ΗΠΑ Νιου Τζέρσεϊ Αμέρικανς, που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία της Αμερικανικής ένωσης ποδοσφαίρου (ASL). Αναγκάστηκε τελικά να αποσυρθεί στο τέλος της σεζόν.
Το 1979–80 αγωνίστηκε για πέντε παιχνίδια με την ομάδα Buffalo Stallions στο πρωτάθλημα Κλειστού Ποδοσφαίρου των ΗΠΑ (Major Indoor Soccer League).
Αποσύρθηκε το 1979 έχοντας σημειώσει 807 τέρματα σε επίσημους και φιλικούς αγώνες, από τα οποία τα 591 σε 631 επίσημους αγώνες αναγνωρίζονται από την RSSSF (κατάλογος ποδοσφαιριστών ανδρών με 500 ή περισσότερα γκολ).
Στη λίστα της RSSSF δεν συμπεριλαμβάνονται τα τέρματα στη Μοζαμβίκη καθώς δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένα.
Αντίθετα, η IFFHS αναγνώρισε 425 τέρματα σε πρωταθλήματα πρώτης κατηγορίας συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Αφρικάνικη χώρα και συνολικά 622.
Ο Εουσέμπιο ήταν ο κορυφαίος σκόρερ για την Πορτογαλία, με 41 γκολ σε 64 αγώνες, μέχρι την στιγμή που ο Παουλέτα κατάφερε να ξεπεράσει το ρεκόρ του, στον αγώνα εναντίον της Λετονίας στις 12 Οκτωβρίου 2005.
Ήταν επίσης ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στην Εθνική Πορτογαλίας, μέχρι ο Ταμαγκνίνι Νενέ φτάσει τις 64 συμμετοχές στον φιλικό αγώνα με τη Γιουγκοσλαβία στις 2 Ιουνίου 1984, καταρρίπτοντας τελικά το ρεκόρ του Εουσέμπιο κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1984, στις 20 Ιουνίου εναντίον της Ρουμανίας.
Έκανε το ντεμπούτο του για την ομάδα ποδοσφαίρου της Πορτογαλίας κόντρα στην εθνική Λουξεμβούργο, στις 8 Οκτωβρίου 1961, στον οποίο Πορτογαλία έχασε με 4-2, σκοράροντας το πρώτο γκολ της ομάδας του στον αγώνα.
Με την ομάδα της Πορτογαλίας κατάφερε να συμμετέχει στα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1966, στην Αγγλία.
Στη φάση των ομίλων αντιμετώπισε την παγκόσμια πρωταθλήτρια Βραζιλία την οποία και νίκησαν με 3-1 με δύο γκολ του Εουσέμπιο.
Η ομάδα του έφτασε μέχρι τον ημιτελικό, όπου κλήθηκε να αντιμετωπίσει την διοργανώτρια Αγγλία.
Αν και ο Εουσέμπιο κατάφερε να σκοράρει, η Πορτογαλία αποκλείστηκε από τον τελικό της διοργάνωσης με σκορ 2-1, σε ένα αγώνα που άλλαξε την τελευταία ημέρα χώρο διεξαγωγής και ώρα και ενίσχυσε τη δυσαρέσκεια πολλών ομάδων (ιδιαίτερα της Λατινικής Αμερικής) για τη διοργάνωση αφήνοντας υποψίες δόλου.
Τελευταία παράσταση του Εουσέμπιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ο μικρός τελικός με αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση του Λεβ Γιασίν.
Οι δύο φίλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι μόλις στο 12ο λεπτό, όταν η Πορτογαλία κέρδισε πέναλτι.
Ο κορυφαίος τερματοφύλακας της ιστορίας έπεσε σωστά, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει το 9ο τέρμα του αρχισκόρερ του θεσμού, που πανηγύρισε την 3η θέση στο ντεμπούτο της Πορτογαλίας στην κορυφαία διοργάνωση, την κατάκτηση του τίτλου του πρώτου σκόρερ και του τρίτου καλύτερου παίκτη στο θεσμό.
Ο Εουσέμπιο σημείωσε συνολικά 9 γκολ (4 με πέναλτι) σε 6 αγώνες, από τα οποία 4 στον αγώνα με τη Βόρεια Κορέα από την οποία στα πρώτα 25 λεπτά έχαναν με 3-0 αλλά κατάφερε με τα απανωτά γκολ του να ανατρέψει το σκορ.
Το τελευταίο του παιχνίδι με την ομάδα της Πορτογαλίας ήταν ενάντια στην ομάδα της Βουλγαρίας (2-2) για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1974, στις 19 Οκτωβρίου του 1973.
Μέχρι το 2005 ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών της Εθνικής Πορτογαλίας, όταν ο Παουλέτα κατέρριψε το ρεκόρ του.
Στις 23 Οκτωβρίου 1963 συμμετείχε ως μέλος της Μικτής Κόσμου στον αγώνα εναντίον της Εθνικής Αγγλίας για τον εορτασμό των 100 χρόνων της αγγλικής ποδοσφαιρικής ιστορίας μαζί με τους Αλφρέδο Ντι Στέφανο, Φέρεντς Πούσκας, Λεβ Γιασίν, Ρεϊμόν Κοπά, Φρανσίσκο Χέντο, Γιόζεφ Μάζοπουστ, Ντζάλμα Σάντος κα.
Επίσης συμμετείχε στη Μικτής Ευρώπης στον αγώνα προς τιμή του Στάνλεϊ Μάθιους στις 28 Απριλίου 1965.
Μετά την απομάκρυνσή του από την ενεργό δράση, εργάστηκε ως μέλος της τεχνικής επιτροπής της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Πορτογαλίας. Η ζωή του έχει γυριστεί σε ταινία με τίτλο «Η αυτού εξοχότης, ο βασιλιάς».
Το 2003 επελέγη από την Ομοσπονδία της Πορτογαλίας ως ο «Χρυσός παίκτης» της χώρας για τον εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ.
Η Μπενφίκα τον τίμησε με άγαλμα του μπροστά από το γήπεδό της.
Το 2011 ήταν ένα από 15 τα πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Hall of Fame) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.
Απεβίωσε στις 5 Ιανουαρίου 2014