«Η μητέρα μου είχε έναν όρο, αν πας να παίξεις στο δρόμο, να επιστρέψεις μέχρι τις πέντε που πέφτει ο ήλιος.
Της το υποσχόμουν αυτό.
Θα έβγαινα στις δύο και δεν θα σταματούσα να παίζω ακόμα και αν έδυε ο ήλιος.
Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία για μένα.
Θα εξαντλούσαμε τους εαυτούς μας παίζοντας μέχρι τις επτά η ώρα, μετά θα σταματούσαμε να πιούμε νερό στο σπίτι κάποιου και μετά θα επιστρέφαμε να παίξουμε στο απόλυτο σκοτάδι.
Κάποιοι θα έμεναν έκπληκτοι και θα ρωτούσαν:
“Αλήθεια παίζει κάποιος στο σκοτάδι;”.
Ναι, εγώ, το κάθαρμα… Θα συνεχίσω να τρέχω πίσω από την μπάλα.
Ακόμα και τις μέρες του σχολείου, ακόμα και όταν η μητέρα μου με έστελνε να αγοράσω κάτι, εγώ θα έψαχνα μια μπάλα.
Και αν δεν την έβρισκα, θα άρπαζα ένα πορτοκάλι ή μια μπάλα από χαρτί και θα την κλωτσούσα με τα πόδια μου μέχρι το σπίτι.
Το πρώτο και πολυτιμότερο δώρο στη ζωή μου ήταν μια μπάλα ποδοσφαίρου που μου χάρισε ο ξάδελφός μου όταν ήμουν τριών ετών.
Κοιμόμουν αγκαλιάζοντάς την.
Μερικές φορές ο πατέρας μου δεν με άφηνε να βγω έξω για να παίξω και έκλαιγα σαν τρελός.
Ήταν δύσκολο να τον πείσω. Ήθελε να σπουδάσω.
Δεν κατηγορώ τον πατέρα μου…
Σκοτωνόταν δουλεύοντας για να θρέψει εμένα και τα αδέλφια μου, ενώ εγώ έσκιζα τα παπούτσια μου παίζοντας».
Ντιέγκο Μαραντόνα