“Ήμουν πάντα ψηλός, από το νηπιαγωγείο.
Γι’ αυτό όλοι μου έλεγαν…
“Γίνε τερματοφύλακας”.
Διασκέδαζα και έτσι από εκείνη τη στιγμή ήθελα πάντα να γίνω τερματοφύλακας.
Αλλά ήμουν καλός και με τα πόδια.
Έπαιξα και μερικά παιχνίδια ως σέντερ φορ, σε ένα μάλιστα έβαλα εννιά γκολ.
Οπότε δεν ήμουν πολύ κακός στο γήπεδο, αλλά μου άρεσε να είμαι κάτω απο την εστία.
Όταν η Λιντς μου είπε ότι δεν επρόκειτο να με πάρει, ήμουν συντετριμμένος.
Το να ακούς ως δεκαεννιάχρονος από την ομάδα της καρδιάς σου ότι δεν είσαι αρκετά καλός, είναι τρομερό.
Έκλαψα με λυγμούς όταν μου είπαν ότι θα με αφήσουν να φύγω, γιατί ήμουν μικρός ακόμα και δεν ήξεραν αν θα τα κατάφερνα.
Στο μυαλό μου ήταν η Λιντς ή τίποτα.
Δούλευα τα Σάββατα ως φούρναρης και σκεφτόμουν να το κάνω ως κύρια απασχόληση γιατί έπαιρνα καλά λεφτά, παρόλο που οι ώρες ήταν δύσκολες.
Μετά την αποχώρησή μου από την ομάδα το 1982, επέστρεψα στη Λιντς μόνο ως αντίπαλος.
Δεν προσπάθησα ποτέ να πλησιάσω την ομάδα και δεν μπήκα στον πειρασμό να επιστρέψω, ειδικά απ΄την στιγμή που με αγόrασε η Άρσεναλ.”
Ντέιβιντ Σίμαν