«Μιλώ με τον Θεό.
Όταν μου έρχεται η όρεξη, μιλάω για τα πάντα.
Ακόμα και στους λόφους του Μετζουγκόριε, όπου πήγα με την Μάρτα όταν ο γιος μου ήταν νεκρός για ένα μήνα.
Εκείνη την ημέρα ένιωσα ότι η πίστη δεν με συνόδευε πάντα και μάλιστα στις καλές μέρες, όχι μόνο στις δύσκολες στιγμές, εκείνες στις οποίες συνήθως ερχόμαστε πιο κοντά στον Θεό. Θυμάμαι όταν ανακαλύψαμε ότι ο πρώτος μας γιος δεν ήταν πια εκεί…
«πείτε μας, γιατρέ: πείτε μας».
Όλοι μας κοίταξαν χωρίς να έχουν το θάρρος να μιλήσουν και θα θυμάμαι αυτά τα μάτια για το υπόλοιπο της ζωής μου, σα να μας έλεγαν…
«Ας προσπαθήσουμε να αλλάξουμε το αυτοκίνητο, ίσως αυτό να μην λειτουργεί καλά», μας είχαν μόλις πει.
Όχι, ήταν η καρδιά του Ματία, έτσι έπρεπε να λέγεται ο πρώτος μας γιος, η οποία είχε σταματήσει να λειτουργεί: «σταμάτησε να χτυπάει χθες».
Από εκεί, ένας σεισμός μέσα μας.
Αυτό που με δίδαξε η Μάρτα τις επόμενες μέρες ήταν ανεκτίμητο, εκεί κατάλαβα πραγματικά πόσο δυνατή είναι η γυναίκα με την οποία είμαι…
«Θα ηρεμήσω και θα κάνουμε άλλο ένα αμέσως», μου είπε και τρεις μήνες αργότερα έμεινε ξανά έγκυος.
Και αν αυτή και εγώ δεν ήμασταν τόσο ίδιοι στο να μισούμε και να λυπόμαστε τον εαυτό μας, αν είχαμε ρίξει τους εαυτούς μας κάτω, ίσως η Μπιάνκα και ο Λεονάρντο να μην είχαν ποτέ φτάσει, μπορούμε να το διδάξουμε αυτό.
Ως παιδί φοβόμουν το σκοτάδι, τώρα έχω άλλον ένα φόβο, ένα βράδυ ονειρεύτηκα ότι η κόρη μου έπεφτε από το κρεβάτι.
Ίσως αυτό το όνειρο να είχε κάποια σχέση με τον αληθινό μοναδικό μου φόβο, ότι μια μέρα τα παιδιά μου μπορεί να μου πουν: «δεν ήσουν καλός πατέρας».
Αλλά ίσως είναι απλώς ο καλύτερος, ασυνείδητος τρόπος να αναγκάσω τον εαυτό μου να γίνει ένας καλός πατέρας».
Λούκα Τόνι
