”Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια πορτοκαλί μπάλα που κόστιζε 2500 λιρέτες και την πουλούσαν στο μπακάλικο.
Ο άνεμος την έκανε να παίρνει αδύνατες τροχιές για τον τερμαροφύλακα που αντέγραψαν χρόνια αργότερα διάφοροι Χόλι και Μπέντζι.
Έπαγαν τζάμια και τα παιδιά πηδούσαν σε χαντάκια για να την ανασύρουν, σα να ήταν το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο.
Αυτοκίνητα σταματούσαν στο δρόμο γιατί ήξεραν ότι αν έβγαινε μια μπάλα μπροστά τους, αργά ή γρήγορα θα ερχόταν ένα παιδί να την κυνηγήσει.
Πάντα κολλούσε κάτω από το μοναδικό παρκαρισμένο αυτοκίνητο που υπήρχε και μοιάζαμε με στρατιώτες λόγω του πόσο καλά μπορούσαμε να γλιστρήσουμε κάτω από το αυτοκίνητο και πώς βγαίναμε καλυμμένοι με λάδι και σκόνη.
Πέτρες για εστίες, τα όρια ενός γκολ και το γήπεδο να ξεκινά και να τελειώνει όπου επιθυμείς.
Η καταμέτρηση γινόταν για να αποφασιστεί ποιος έπρεπε να είναι στο τέρμα, αλλά τότε ο τερματοφύλακας δεν ήταν ποτέ στο τέρμα επειδή γινόταν μπακότερμα.
Τα παιχνίδια κρατούσαν για πάντα και τελείωναν με το “όποιος το βάλει κερδίζει” ακόμα κι αν ήσουν κάτω στο σκορ με 10-0.
Υπήρχε μια συλλογή απο τέτοιες μπάλες για να τις αγοράσω.
Όταν κατέληγε σε μπαλκόνι του γείτονα, γινόταν χαμός, την μπάλα δεν την ξανάβλεπες.
Εκείνη τη στιγμή άρχιζε ξανά η συλλογή.
Εκείνη τη στιγμή αρχίζαμε να ονειρευόμαστε ξανά.
Γιατί δεν ήταν απλά μια μπάλα… ήταν η σύντροφος της ζωής μας.”
Ιταλικές γειτονιές που συνεχίζουν σε αυτό το μοτίβο ακόμα και τώρα, ειδικά στο Νότο!
